Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

«Χρειαζόμαστε απελπισία και δεν την έχουμε» Κ. Μόντης



Παρακολουθώντας τον περσινό Δεκέμβριο την Αθήνα να καίγεται, εκμυστηρεύτηκα σε έναν δικό μου άνθρωπο πως η φωτιά με γοητεύει. Μακάρι, σκεφτόμουν, ο καθένας μας να μπορούσε να αρπάξει μια πέτρα και να γκρεμίσουμε όλοι μαζί τον ψεύτικο κόσμο που φτιάξαμε για να χωρέσουμε τη ζωή μας. Μου απάντησε πως καλύτερα θα ήταν να μου άνοιγε εκείνος με μια πέτρα το κεφάλι και γελάσαμε, κλείνοντας ιδιαίτερα άδοξα τη μάταιη εκείνη συζήτηση. Και φάνηκε, αλοίμονο, τόσο γρήγορα πως ήταν μάταιο να συζητάμε πλέον για την ελπίδα της αλλαγής. Πλησιάζοντας τα περσινά Χριστούγεννα, ο κόσμος είχε ήδη ξεχάσει, ήδη εκτονωθεί. Μάλιστα και κάπως ευσπευσμένα, εφόσον τα γεγονότα διαδραματίστηκαν τόσο κοντά στην ευδαιμονία των γιορτών, την τόσο ιερή του τωρινού πολιτισμού μας.
Χρειάζεται τώρα να δηλωθεί πως δεν θεωρείται καλό να «τα σπάμε» ή να «τα καίμε»; Ας δεχτούμε καλύτερα πως ετούτο απλά δε μας προσέφερε τίποτα. Γιατί, εάν πράγματι τα περσινά «Δεκεμβριανά» (όπως βιάστηκε να βαφτίσει και άρα να κατατάξει ιστορικά η νεοελληνική δίψα για ψευτοηρωισμούς), κατάφερναν την ελάχιστη αλλαγή, το ελάχιστο πλήγμα στο σύστημα, που όλοι μαζί εχθρευόμαστε μα που κανένας δεν τολμά μόνος του να το πολεμήσει, τότε θα λέγαμε χαλάλι τα τζάμια, τις φωτιές και τα «μπάχαλα». Όμως αυτό δε συνέβη και οι ταραχές, ακόμα και η πρόσκαιρη κινητοποίηση του πνευματικού κόσμου, στο βαθμό που την τόλμησε, λειτούργησαν δυστυχώς ως τις βαλβίδες μιας χύτρας ταχύτητας που ήταν έτοιμη να σπάσει από τη συσσωρευμένη πίεση και της προσέφεραν απλόχερα την ανακούφιση. Με άλλα λόγια, ντυθήκαμε «μπαχαλάκηδες», νιώσαμε το εγκαταλελειμμένο μας θυμικό να καρδαμώνει, παίξαμε συνειδητά το ρόλο μας σε έναν ελεγχόμενα αντιστραμμένο κόσμο και όλα τελείωσαν όταν δεχτήκαμε να επιστρέψουμε στη προηγούμενη θέση μας.
Με όλες εκείνες τις αφορμές, προσπάθησα να ψάξω τις λέξεις. Να ψάξω εκείνο που ίσως χρειάζεται η ζωή για να πετύχει την αλλαγή που απαιτεί και αναζητά. Κάποτε οι άνθρωποι μιλούσαν για επανάσταση. Όμως η επανάσταση εμπεριέχει στη σημασία της την επανάληψη, την ανακύκλωση. Είναι μια δύναμη εξωτερική που ανατρέπει και ανατρέπεται, άρα δεν είναι από μόνη της η λύση, ακόμη κι αν κάποτε χρησίμευσε ως μέσον. Η λέξη «μετάνοια» όμως, -μεταβολή του νου- έχει άλλη δυναμική. Είναι μια δύναμη εσωτερική που σημαίνει την αλλαγή, πρωτίστως σε επίπεδο ατομικό, του καθενός μας δηλαδή, ως συνειδητού πολίτη και ιδιώτη. Σημαίνει στροφή και επιλογή. Αλλαγή δρόμου. Η διαφορά της με την επανάσταση είναι ποιοτική: η πρώτη είναι ένα ανακάτεμα των ίδιων δεδομένων, η δεύτερη είναι καθορισμός καινούργιων δεδομένων. Η επανάσταση ξεκινά από τα χέρια, η μετάνοια συντελείται στη σκέψη. Και για τούτο δεν κινδυνεύει από πισωγυρίσματα. Είναι αναγκαστικά αποτελεσματική.
Ο ποιητής είχε γράψει δυο φράσεις που ο κόσμος τις τελειοποιήσε στο τραγούδι του: «πήραμε τη ζωή μας λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή». Μένει μόνο να βρεθεί τι μας φταίει τελικά, εάν πραγματικά μας φταίει, και ποια αλλαγή πρέπει να γίνει. Για να μην αναλώνονται πολύτιμες δυνάμεις σε αυτοκαταστροφικά, τυφλά χτυπήματα στον τοίχο.

Δεκέμβριος 09

Σχολική εορτή στη νήσο Πορφυρή

Παρουσιάζει η Κατερίνα Μαριάτου


Γνώρισα το Γιώργη Γιατρομανωλάκη ως συγγραφέα και καθηγητή στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών το 1998. Μόνο πρόσφατα πληροφορήθηκα πως έτυχε να περάσει από το γυμνάσιο Κυθήρων ως φιλόλογος στα χρόνια γύρω από το ‘70. Εδώ έγραψε και το πρώτο του βιβλίο, το «Λειμωνάριο», όπου εντόπισα με έκπληξη το παρακάτω απόσπασμα, στο οποίο περιγράφεται μια σχολική εορτή. Θα έλεγα πως ελάχιστα έχουν αλλάξει σαράντα χρόνια μετά στο νησί (ακόμη κι αν την καθαρεύουσα τύχει να αντικαταστήσει μια λαϊκίστικη δημοτική).



[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]
«Σταματήσαμε στην αίθουσα των τελετών του Γυμνασίου Πορφυρής. Η αλήθεια είναι πως είχαμε δυο αίθουσες που τις χώριζε μια κινητή πόρτα. Την ανοίγαμε και γινόταν ο χώρος των εορτών και των συγκεντρώσεων. Στο βάθος καθονταν οι μαθητές και οι μαθήτριες. Μπροστά ο κόσμος που ερχόταν. Ψεύτικος και ψειριάρικος τόπος. Η αίθουσα λοιπόν των εορταστικών εκδηλώσεων ήταν πνιγμένη σε νερά και φυσαλίδες, αλλά η τελετή έπρεπε να γίνει. Να λάβει χώρα, όπως είπε η κυρία διευθύντρια. Στο Γυμνάσιο γιορτάζαμε τους τρεις γερο-Ιεράρχες. Τα παιδιά συγκεντρωμένα. Κι ο σύλλογος των καθηγητών. Εξω βρέχει απαλά κι ασταμάτητα. Κρυώνω.
Στις γιορτές είναι ωραία έτσι που μιλά η κυρία διευθύντρια ή κανένας άλλος καθηγητής. Καμιά φορά δευτερολογεί ο μητροπολίτης, που παρευρίσκεται πάντοτε. Τα παιδιά αποστηθίζουν ποιήματα πατριωτικού και ηθικού περιεχομένου. Γραμμένα δεκαετίες πριν για τη σημερινή περίσταση. Ομοιοκαταληξίες και πετυχημένα επίθετα. Οι απαγγελίες έχουν προετοιμαστεί προσεχτικά. Είπα στην καθηγήτρια πως βαριέμαται τούτες τις εκδηλώσεις. Καθόμαστε δίπλα δίπλα στην αίθουσα των τελετών. Τα πάντα είναι ξεφτισμένα . Στο τέλος σ΄αφήνουν τα σημάδια τους. Λερώνεσαι και πρέπει να περάσεις πολλά κύματα για να καθαρίσεις. Μου είπε πως υπερβάλλω. Δεν βλέπω τίποτε βρώμικο στη γιορτή. Μη κάνεις φασαρία τώρα που η διευθύντρια θα μιλά.
Ξαφνικά μέσα από τη βροχή έρχεται η Χάρη. Βρέθηκε ανάμεσα στη χολερική καθηγήτρια και σε μένα. Πήρα μεγάλη χαρά. Η αίθουσα μετατοπίζεται σε μια πολιτεία άλλη. Η βροχή πλημμυρίζει τους δρόμους. Ο ήλιος αγωνίζεται. Προσπαθώ να διαφυλάξω την ομορφιά της Χάρης. Προσπαθώ να τη διαφυλάξω ολόκληρη. Δεν μπορώ. Τα νερά ανεβαίνουν. Λάμνει αυτή προς το βορρά. Εγώ στο νότο. Χωρίζαμε. Η διευθύντρια σηκώνεται πάνω. Υποκλίνεται μπροστά στον άγιο επιτηρητή και στις αρχές. Είπε κυρίαι και κύριοι, αγαπητά μας παιδιά. Ψεύτικο και φαντασμένο ύφος. Σαν ιεροκήρυκας. Ακολουθούσε το κλασικό ύφος των διαταμάτων και των εντολών. Βουητό χάθηκε μέσα στην αίθουσα. Λάσπη και βάδισμα. Οι τοίχοι με τα κάδρα των ηρώων, οι έδρες, τα θρανία και όλα τα παιδιά πνίγονταν σε λάσπη.
Είπε λοιπόν πως οι τρεις Ιεράρχες έζησαν τίμια και πέθαναν φτωχοί. Αγαπούσαν το δίκιο και χτυπούσαν την αμαρτία. Πως, λέει, μελέτησαν αρχαίους Ελληνες σοφούς. Ητανε δηλαδή μορφωμένοι, άγιοι. Τότε ένιωσαν δυο πολιτισμούς, Ελληνικό και χριστιανικό, να πούμε. Οτι τούτο το κράμα είναι ο δικός μας πολιτισμός. Το λοιπόν, παιδιά πρέπει κι εμείς να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές τους. Να είμαστε αγνοί και καθαροί. Είπε ακόμη πως ήταν καλοί άνθρωποι κι είχαν κι οι τρεις τους καλές οικογένειες. Τα παιδιά κι ο κόσμος χειροκρότησαν. Μετά παρακάλεσε τον ενορχηστή του σύμπαντος να πει δυο λόγια. Εσεις ως ο πλέον κατάλληλος και λοιπά. Αυτός σηκώθηκε αμέσως. Είπε ότι η εθνική ημών γλώσσα. Επιταγή. Επί του γλωσσικού πεδίου όταν λέγομεν λαόν δεν εννοούμεν ολόκληρον τον Λαόν (τόνισε λάμβδα κεφαλαίο), αλλά μόνον τους αγραμμάτους, οι οποίοι ήδη αποτελούν μειοψηφίαν του Λαού. Εκ του βορβόρου της ψυχής και της γλώσσης.
Ηταν μια ήσυχη μεταποίηση του φυσικού κόσμου. Ολα τυλιγμένα σε φως μεταφυσικό έχαναν τις σταθερές διαστάσεις τους. Η αίθουσα αιωρείται μες στους υδάτινους όγκους σα γυάλινη σφαίρα. Καταλαβαίνω πως είμαστε αποκομμένοι. Εξω ακούστηκε κάτι σαν πυροβολισμός. Μιλά λοιπόν συνεχώς ο ιερός τελετάρχης. Λέει πως το μέλλον της Ελλάδας είναι τα παιδιά. Η χολερική καθηγήτρια λατρεύει τα παιδιά. Θέλει να παντρευτεί. Να μείνει γρήγορα έγκυος. Πάνω στην ώρα της να γεννήσει. Αγόρι ή κορίτσι δεν έχει σημασία. Ιτε παίδες Ελλήνων. Ανέβηκε πάνω στην έδρα, Δήμητρα, και μου είπε να καθίσω φρόνιμα στο θρανίο μου. Είναι η καινούρια καθηγήτριά μου. Κακό παιδί, θα σου ξεριζώσω τ΄αυτιά. Υστερα πήδησε κάτω και βρέθηκε πάλι δίπλα μου. Στην αίθουσα των τελετών όλοι παρακολουθούν την ομιλία. Προσπαθώ να κάνω χώρο στη Χάρη. Πόση ώρα κράτησε η νέα ομιλία δεν θυμάμαι. Πάνε άλλωστε πολλά χρόνια από τότε. Ομως ξαφνικά στα καλά καθούμενα τα τζάμια της αίθουσας έσπασαν. Τα παράθυρα διαλύθηκαν. Το Γυμνάσιο της Πορφυρής εσείσθη έως άνω. Ερράγη το σκότος κι απ΄τα σπασμένα παράθυρα μπήκε στο χώρο μας ο Λορέντζος Μαβίλης. Ο μητροπολίτης δεν πήρε χαμπάρι.
Απόψε στο κελί μου δεν μιλώ. Και το πνεύμα μου έχει αποσυντεθεί: Φέρνω μροστά μου την τελετή. Τα παιδιά μου απαγγέλλουν ποιήματα που εγώ τους δίδαξα. Η διευθύντρια γελά ικανοποιημένη. Νεύει πατρικά ο ουρανίων. Ολα άξια. Μονάχα ο γερο-Μαβίλης εξακολουθεί να μπαίνει στο ρημαγμένο χτίριο. Τα παιδιά άκουσαν τα σπασμένα τζάμια και πέτρωσαν από τρομάρα. Αυτός φορούσε τη Γαριβάλδινη του στολή. Κατακόκκινη για να κρύβει το αίμα. Στάθηκε απέναντι στον ομιλητή κι άνοιξε το στόμα του. Γίνηκε μια ηχητική αντίθεση. Ο νεοφερμένος είπε πολύ καθαρά. Κύριοι βουλευταί. Μετά όμως τα λόγια του άρχισαν να χάνονται μέσα στο βυθό της πρόστυχης αίθουσας. Εκανε πολλές προσπάθειες να ορθωθεί. Οσο επέμενε τόσο τα νερά να θολώνουν. Ενα σκυλί κλαίει στο κελλί του. Στήνω το αυτί. Ο γέρος κατάφατσα στον επίσημο ομιλητή είπε δυνατά. -Κύριοι βουλευταί!
Ακριβώς τότε ακούσαμε τον πρώτο πυροβολισμό. Ακούστηκε ένα μπαμ και παγώσαμε. Η βροχή έξω έπεφτε κοκκινισμένη. Ανεβαίναμε στο λόφο Δρίσκο. Λέω λοιπόν στην καθηγήτρια δίπλα μου πως με τόσες βροχές θα βουλιάξει το νησί μια μέρα. Πώς αντέχετε; Εχει πολλη υγρασία και οι σοβάδες πέφτουν εδώ κι εκεί. Βρισκόταν ακόμη πάνω στην έδρα. Κοντούλα και αυστηρή. Εγώ καθισμένος στο τελευταία θρανία ζάρωνα από φόβο. Είπε πως μερικοί εδώ μέσα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Να καθαρίσει η τάξη πια. Ημουν γεμάτος τύψεις. Η συνάδελφός μου με ρωτά για τις ιδέες μου. Τί γνώμη έχω για τα συστήματα διδασκαλίας; Το πρόβλημα της γλώσσης, είπε, είναι σοβαρό. Ολες αυτές οι μεταρρυθμίσεις. Πάνω στην πράξη είναι διαφορετικά.
Ιδού ανεβαίνομε στο Δρίσκο.Ο οικουμενικότατος μιλά. Η Χάρη μαζεύει τα πράγματά της. Ετοιμάζεται. Ο κύριος Λορέντζος Μαβίλης που λέτε, στάθηκε απέναντι. Φορούσε τη στολή του πολέμου. Παντού νερά και πυροβολισμοί. Η πρώτη σφαίρα μπήκε απ΄το δεξί μάγουλο και βγήκε απ΄τ΄αριστερό. Πέρασε το πρόσωπο πέρα για πέρα. Το στόμα πλημμύρισε κι ερυθρώθηκαν τ΄αξύριστα μάγουλα. Ο ομιλητής φωνάχει τώρα αγριότερα. Πως ο χυδαϊσμός, να πούμε μας απειλεί. Και ότι να εγερθούν οι θεματοφύλακες. Αναθεμάτισε τον ακάθαρτο λόγο κι έφτυσε κατάμουτρα τον Γαριβαλδινό. Μέσα στα μάτια μου ενώθηκαν η Χάρη κι ο γέρο Λορέντζος. Μπερδεύτηκαν και τα παιδιά που άκουγαν πετρωμένα. Μου φάνηκε πως μπήκε ωραία και αστραφτερή χτενισμένη λίγες ώρες πριν, πως μπήκε, λέει, από το σπασμένο παράθυρο της αίθουσας. Φευγάτη κι όμως ξενά εδώ.
Η δεύτερη σφαίρα του ΄ρθε κατάμουτρα. Μπήκε από το κάτω χείλος, και του σμπαράλιασε τα δόντια. Τρύπησε τη γλώσσα και βγήκε από το δεξί μάγουλο που σκίστηκε. Ολότελα. Η πληγή φάνηκε αποτρόπαια λίγο παρακάτω από τ΄αυτί. Ο γέρος κλονίστηκε κι ακούμπησε στην έδρα. Τα παιδιά ούρλιαξαν. Οι ήρωες απότρεψαν τα πρόσωπα. Η αίθουσα μούγκριζε. Υστερα η Χάρη ωραία πολύ και απροσποίητη κράτησε το γέρο. Ηρθε δίπλα του και τον στήριξε καθώς κλονίστηκε. Γέμισε αίματα. Εκείνος δεν φαινόταν να ΄χει αίμα πουθενά. Η ολοπόρφυρη στολή του το ΄πινε. Μόλις ανάβλυζε χανόταν.
Η αυστηρή καθηγήτρια κάθεται δίπλα μου στην αίθουσα των τελετών. Ολα είναι ήσυχα καθώς η ομιλία συνεχίζεται. Η λέξη εκκαθάρισις γυρνούσε και ξαναγυρνούσε πάνω στα κεφάλια των παιδιών. Η διευθύντρια κάθεται απέναντι. Εχει σταυρώσει τα πόδια της. Φορεί μαύρες κάλτσες. Το φως ολόγυρά της παίζει. Παρατηρώ πως η νεαρή καθηγήτρια έχει τελείως απορροφηθεί. Τα μάτια της ταξιδεύουν σε κόσμους με μωρά. Τα παίρνει στα χέρια της και τα ταϊζει. Το στήθος της είναι μεγάλο. Η μπλούζα που φορεί δεν πάει με τη φούστα.
Μονάχα στον τρίτο πυροβολισμό έπεσε ο γέρος. Πήγε να πέσει κατάχαμα πάνω στα πόδια μας αλλά τον κράτησε η Χάρη. Τον παίρνει στην αγκαλιά της σα βρέφος. Η καθηγητριούλα ξεκουμπώνει την μπλούζα. Ξανά η Χάρη μπροστά με τα φουστάνια ματωμένα. Το παράθυρο ανοιχτό. Εδωσε μια και με το γέρο στα χέρια πέταξε έξω. Ούτε που έκανα καμιά προσπάθεια να τη σταματήσω. Η βροχή δυνάμωνε. Ετρεμα στα τελευταία θρανία καθώς η καθηγήτριά μου (το στήθος της μεγάλο, η μπλούζα παράταιρη με τη φούστα) φοβέριζε πως θα δω εγώ. Βλέπω τα παιδιά να χειροκροτούν. Τον ομιλητή να τελειώνει. Να ισιώνει τη γενειάδα και να κάθεται κάτω. Τη Χάρη με το νεκρό γέρο στην αγκαλιά να περιφέρεται στο δωμάτιό μου. Γίνεται ένας κύκλος με το αίμα. Κάθομαι στο κέντρο. Κάποιος ανεβαίνει στην έδρα. Υποκλίνεται και αρχίζει ν΄απαγγέλλει. Η ώρα που μου ΄κανε παρέα η καθηγήτρια τέλειωσε. Τέλειωσε κι η τελετή. Η νήσος Πορφυρή μουσκεμένη ίσα με τα κόκκαλα. Παίρνουμε διαφορετικές κατευθύνσεις και χωρίζουμε. Κάποιος με κρατάει από τ΄αυτί και με βγάζει έξω από την αίθουσα. Η καθηγήτρια χαίρεται πολύ που διορίστηκε σε τούτο το Γυμνάσιο. Θα κάνουμε παρέα κύριε συνάδελφε.
Οταν τελείωσε η γιορτή και φύγαμε από το Γυμνάσιο η βροχή είχε σταματήσει. Ο κοσμάκης βγήκε από το ραγισμένο χτίριο εντελώς ευχαριστημένος. Τα παιδιά σοβαρά. Η διευθύντρια έσκυψε και φιλούσε το χέρι του συνομιλητή. Η καθηγήτρια με κοίταζε άφωνη. Η ατμόσφαιρα όμως δεν είχε ξεκαθαρίσει καθόλου. Τα σύννεφα είχαν κατέβει πολύ χαμηλά έτσι που ακουμπούσαν πάνω στις στέγες των σπιτιών. Εδιναν ένα θολό χρώμα ολόγυρα. Τότε φάνηκαν πολλά κατάμαυρα κοράκια να βγαίνουν μέσα απ΄τα ασπριδερά σύννεφα. Εσκιζαν τον αέρα και πέφτανε πάνω στον κόσμο και τα παιδιά. Δεν ακουγόταν καμία φωνή ή ήχος καθώς τα πουλιά χώνονταν μέσα στα μάτια των ανθρώπων. Ολα ήταν πολύ ρευστά. Τα σώματα σχεδόν άϋλα. Τα όρνεα να περνούν μέσα από τα κορμιά μας που ανοίγανε σαν αέρινα. Θεωρούσε κανένας πως δε συνέβαινε τίποτε. Μονάχα αν κοίταζε καλά θα ΄βλεπε που και που κανένα κοράκι να αρπάζει στα νύχια του ένα παιδί και να χάνεται στα σύννεφα. Στο δρόμο σταγόνες από αίμα. Σκέφτομαι πως ευτυχώς που σταμάτησε η βροχή. Η Χάρη κι ο γέρος θα κάνουν καλό ταξίδι.Είναι φριχτό να βρέχεσαι και να αιμορραγείς.»

Νοέμβρης 09

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΛΑΣΙΚΑ




Υπάρχουν βιβλία γραμμένα στο δεύτερο μισό του 20ου αίωνα που θεωρούνται πλέον κλασικά έργα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, τα οποία ίσως οι περισσότεροι δεν έχει τύχει να συναντήσουν, εντούτοις θα άξιζε οπωσδήποτε να βρίσκονται σε κάθε βιβλιοθήκη. Ένα από αυτά, το οποίο μάλιστα απασχόλησε πέρυσι την αναγνωστική λέσχη, είναι ο Λοιμός του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002). Δημοσιευμένο το 1972, (κυκλοφορεί και σήμερα από τον «Κέδρο») αποτελεί κείμενο-σύμβολο της φρίκης που βιώθηκε ιστορικά στα στρατόπεδα εξορίας κατά την μεταπολεμική περίοδο, γραμμένο με τρόπο τέτοιο, που να το καθιστά πανανθρώπινο και διαχρονικό, χωρίς αναφορές σε ονόματα και συγκεκριμένους τόπους. Ξεχωρίζει για την αφηρημένη, σχεδόν ποιητική, γραφή του και την υποβλητική του ατμόσφαιρα. Το 1976 ο Παντελής Βούλγαρης εμπνεύστηκε από το Λοιμό την ταινία του «Happy Day».


Απόσπασμα: [η Τελετή]
Αργά το απομεσήμερο, φάνηκε το σπουδαίο πρόσωπο που περίμεναν. Κανένα πλοίο δεν πλησίασε το λιμάνι. Η διαπόμπευση σταμάτησε με δυνατή θριαμβευτική μουσική. Αυτός που θέλησε να σκοτωθεί στα βράχια μπερδεύτηκε μέσα στον κόσμο, χάθηκε κι έπαψε να λέει ότι είναι ένας γελοίος που γλύστρησε.
Άρχισαν τα εγκαίνια, έγιναν οι υποδοχές, τα καλωσορίσματα, οι προσφωνήσεις. Ποιος είναι; Κάποιος, τι σε νοιάζει; Κανένας δεν κατάλαβε ούτε συγκράτησε το όνομα του σπουδαίου επισκέπτη. Ύστερα, ακούστηκε ένας ψαλμός:
«Δεόμεθα από βάθους καρδίας υπέρ…»
Ακούς τις δεήσεις και ψιθυρίζεις: «Δέομαι για τον εαυτό μου να μη γίνω σαύρα, κεφαλόποδο, πολύποδας, οστρακοφόρο, να μη γυρίσω στην προϊστορία…»
Η πλαγιά είναι γεμάτη ακίνητους ανθρώπους που δεν ακούν, δεν βλέπουν, δεν ξέρουν αν θα τελειώσει ποτέ αυτή ή κάποια άλλη τελετή.
Σε κάποια στιγμή έκοψαν τις μεταξωτές κορδέλες και διάβηκαν αγέρωχοι την καινούρια γέφυρα. Ο σπουδαίος επισκέπτης, που ήρθε από τον έξω κόσμο, ανέβηκε στην εξέδρα και είπε με έξαρση:
«Το μνημείο αυτό είναι η συμβολική γέφυρα που σας επιτρέπει να περάσετε από το σκοτεινό χθες στο ελπιδοφόρο και φωτεινό σήμερα. Την κατασκευάσατε με τα χέρια σας, με τη συνείδησή σας. Είναι η ίδια η συνείδησή σας που γεφύρωσε το ζοφερό χάος… Είναι ένα έργο πολιτισμού, όπως είναι και ολόκληρος τούτος ο τόπος του ηθικού εξαγνισμού και του μεγαλείου…»
Ξαφνικά, ένας ποντικός λιγδιάρης και βρωμερός, ένας αρουραίος από τις χιλιάδες που αλωνίζουν εδώ, ξεπρόβαλε στην εξέδρα. Προσπάθησαν να τον κρύψουν, αλλά αυτός στάθηκε αμέριμνος και ύστερα άρχισε μικρές βόλτες. Ένας ποντικός καλοθρεμμένος, με κρεμαστό τρίχωμα, μυτερά δόντια και πονηρή επιθετική ματιά. [Λοιμός, σσ.169-170]



Ο Αντρέας Φραγκιάς μιλά για το Λοιμό* 

«Στο Λοιμό οι σχέσεις βιωμένου και επινοημένου είναι πιο καθαρές. Στο βιβλίο αυτό δεν υπάρχει επινόηση των καταστάσεων. Το μέρος που μπορούμε να θεωρήσουμε ως επινοημένο αφορά τη σύνθεση των περιστατικών και του βιβλίου παρά τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται. Η σχεδόν ατημέλητη γραφή του είναι ο κώδικας του βιβλίου. Η γραφή αυτή δεν ήταν επινόηση, σχηματίστηκε στην πορεία της κατασκευής του ως μοναδικός τρόπος για να ειπωθούν ορισμένα πράγματα. Στο βαθμό που όλη η περιρρέουσα κατάσταση, η ασφυκτική πραγματικότητα της περιόδου εκείνης, είχε στοιχεία παραλογισμού και υπέρβασης. Έτσι, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει μια στρωτή ρεαλιστική αφήγηση. Το έγραψα λοιπόν έτσι γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, κι όχι γιατί δεν επιχείρησα να το γράψω αλλιώς.
[…]Ενδεχομένως η ανάγκη μιας φωτογραφικής αποτύπωσης να ατροφούσε την επιθυμία μου να φανούν – όσο είναι δυνατό να φανούν- άνθρωποι σε αυτές τις εντελώς ιδιάζουσες συνθήκες. Στη μέγκενη της σύνθλιψης μιας προσωπικότητας και της ραγδαίας μεταβολής του κόσμου γύρω. Το παράλογο δεν βρίσκεται στη γραφή, βρίσκεται στη βιωματική αυτή σύγκρουση. Στη σύνθλιψη των ανθρώπων αυτών από ένα μηχανισμό που τους υποχρεώνει να χάσουν τον πραγματικό τους εαυτό. Η προσπάθεια να σώσουν τον εαυτό τους ίσως να ήταν –δεν ξέρω σε ποιο βαθμό πέτυχε- η κεντρική πρόθεση αυτού του βιβλίου.»

*μεταξύ άλλων, στον Μισέλ Φάις : «μονόλογος του ΑΝΤΡΕΑ ΦΡΑΓΚΙΑ», εκδ. Πόλις 2001
 
 
Οκτώβρης 09

Η τέχνη της ακρόασης


Πριν δέκα χρόνια περίπου, πήγα για πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έχοντας προμηθευτεί αρκετές ημέρες νωρίτερα τα εισιτήριά μου, χάζευα τα ψιλά γράμματα στην πίσω πλευρά αδιάφορα, όταν διάβασα κάτι που αντανακλαστικά με έκανε να γελάσω: απαγορεύεται το βήξιμο και το φύσημα της μύτης κατά τη διάρκεια της μουσικής παράστασης (αυτό ήταν το νόημα, τελοσπάντων!). Το απόκομμα μάς συμβούλευε, εφόσον έχουμε ανάγκη να βήξουμε να κρατηθούμε για το διάλειμμα, είτε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο μαντήλι. Εξέφρασα τότε την απορία μου για μια τόσο ακραία, στα μάτια μου απαίτηση με κάποιες φίλες μου, που τύχαινε να είναι μουσικοί.
Μου εξήγησαν, λοιπόν, πόσο δύσκολο είναι για τον εκτελεστή πάνω στη σκηνή να συγκεντρωθεί, όταν έχει όλο το άγχος της έκθεσης και της απόδοσής του, μπροστά σε ένα κοινό που θορυβεί. Από τη συναναστροφή μου με τις κοπέλες εκείνες, έμαθα πόσο σημαντικό είναι να σέβεται κάποιος έναν καλλιτέχνη και τη ζωντανή του προσπάθεια μπροστά στα μάτια όλων.
Παρακολουθώντας, τώρα, εδώ στα Κύθηρα, περίπου στα μέσα Ιουλίου, το live ενός πολύ ταλαντούχου συγκροτήματος στο καφενείο Αστικόν, παρατήρησα με δυσάρεστη έκπληξη πως οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι αντιμετώπιζαν τους τέσσερις μουσικούς σαν ζωντανό Juke Box, συζητώντας δυνατά και ασταμάτητα μεταξύ τους, ακόμη και τη στιγμή που σόλαρε ο κιθαρίστας! Ώστε, στο διάλειμμα, ένα παιδί από το γκρουπ, παρόλο το ανένδοτο κέφι του, ψιθύρισε περνώντας από μπροστά μας: μου φαίνεται πως μόνο για σας παίζουμε απόψε….
Φυσικά, δε θέλω να κατηγορήσω κανέναν για απάθεια ή προσβλητική συμπεριφορά. Όμως, μήπως μερικές φορές χρειάζεται να μπαίνουμε περισσότερο στη θέση εκείνου που έχει αναλάβει τη δική μας διασκέδαση και να μην τον αντιμετωπίζουμε ως καταναλωτικό προϊόν; Νομίζω πως δεν πρόκειται για παράλογη απαίτηση. Εξάλλου, δεν είπαμε να κόψουμε και το βήχα!

Αύγουστος 09

Απάντηση σε εύλογη (;) απορία περί αναγνώσεως


Αναγκαστικά, όταν καλείσαι να στήσεις μια εφημερίδα και να κατατάξεις την ύλη της, πρέπει να καταφύγεις στον τεμαχισμό της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κάτι όμως, που όλοι ζούμε και υποσυνείδητα το γνωρίζουμε, χωρίς ωστόσο να αντιλαμβανόμαστε την ακριβή του αξία, είναι πως ο άνθρωπος αποτελεί ενιαία ύπαρξη. Δε χωρίζεται σε πολιτικό, καλλιτεχνικό, εκπαιδευτικό, αθλητικό, θρησκευτικό, οικολογικό άνθρωπο. Όλοι οι τομείς των ανθρωπίνων βιωμάτων απορρέουν ως αποτέλεσμα επιλογών και προτιμήσεων του ενός υποκειμένου που τυχαίνει να ενσαρκώνει ο καθένας μας. Με αυτό ως εισαγωγή, προκειμένου να καλύψω τα νώτα μου από τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ μονήρης, θα μου επιτρέψετε να επικεντρωθώ στο παρόν κείμενο, στο ρόλο της λογοτεχνίας ως ανθρώπινου βιώματος.

Κάποιοι άνθρωποι ζουν τον κόσμο περισσότερο με τις αισθήσεις, άλλοι με τα μαθηματικά, άλλοι με τη μουσική και κάποιοι με τη γλώσσα. Όλοι σε κάποιο βαθμό με όλα. Για εκείνους όμως που η γλώσσα κυριαρχεί ως σύστημα κωδικοποίησης, η λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να είναι απαραίτητο και ύψιστο μέσο έκφρασης και νοηματοδότησης. Και αυτό επειδή στο χώρο του έντεχνου λόγου δεν επικρατεί αυτό που μαθαίναμε με στείρο τρόπο στο σχολείο, πως λογοτεχνία=όμορφα λόγια, αλλά συμβαίνει η ακραία δοκιμασία του λόγου ως χώρου πραγμάτωσης του πιθανού, του πέραν της αντιληπτής πραγματικότητας. Για τούτο και η λογοτεχνία χρησιμοποιεί ως πρώτη της ύλη την απλή, καθημερινή (ή αναφορική γλώσσα), αλλά στην πορεία χτίζει με αυτή νέους κόσμους και νέες γλώσσες. Περισσότερο φυσικά στην ποίηση, αλλά και στο πεζογράφημα, όπου οι γλωσσικές λειτουργίες που εκμεταλλεύεται είναι διαφορετικής κλίμακας και είδους.

Έτσι, σε ένα μυθιστόρημα λόγου χάριν, όπως αυτά που κατά καιρούς απασχολούν και την αναγνωστική μας λέσχη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το στόρι, δηλαδή τα γεγονότα που αφηγείται, είναι το λιγότερο που μας ενδιαφέρει. Σε έναν κόσμο φτιαγμένο από μουτζουρωμένο χαρτί, τα πάντα έχουν κάποια σημασία. Και όταν λέω τα πάντα, εννοώ η γλώσσα του κειμένου, το ύφος του, η σειρά που παρουσιάζονται τα γεγονότα, το ποιος τα αφηγείται κάθε φορά, ο κειμενικός χώρος που αφιερώνεται στο κάθε ένα στοιχείο της πλοκής και τόσα ακόμη πράγματα, που εάν μπορούσε κάποιος να τα αλλάξει βασισμένος στο ίδιο στόρι, θα προέκυπτε ένα απόλυτα νέο μυθιστόρημα. Ετούτα τα στοιχεία, στα θεωρούμενα καλά έργα, δεν αποτελούν προϊόντα τύχης, αλλά επίπονης εργασίας και συγκεκριμένης πρόθεσης του δημιουργού τους. Σπανίως, επίσης, είναι τόσο προφανή ώστε να γίνονται αντιληπτά με την πρώτη ανάγνωση, ή ακόμη και από έναν μόνο αναγνώστη. Το σώμα του λογοτεχνικού κειμένου είναι πολυεπίπεδο και συχνά επιτρέπει πολλές παράλληλες ή και επάλληλες αναγνώσεις.

Στη διαδικασία εξερεύνησης του λογοτεχνικού φαινομένου, (η οποία οπωσδήποτε απαιτεί τη σταδιακή μύηση του αναγνώστη ώστε να μπορεί να την απολαύσει) η συνάντηση με τις ερμηνείες-αναγνώσεις ενός άλλου ανθρώπου αποδεικνύεται κάτι περισσότερο από πολύτιμη. Κάτι τέτοιο επιχειρείται λοιπόν με την προσπάθεια της αναγνωστικής λέσχης, για όσους απορούν και τυχαίνει να με ρωτούν «μα, πώς τη βρίσκετε να διαβάζετε παρέα;». Φυσικά και δεν διαβάζουμε παρέα! Η ανάγνωση απαιτεί ησυχία και συγκέντρωση. Κατά κάποιο τρόπο μετέχουμε σε μια αγορά όπου ο καθένας προσκομίζει τους καρπούς της δικής του προσπάθειας. Και ελπίζουμε κι εμείς στην αύξηση των αγαθών μας….

Ιούλιος 09

Τα βιβλία στα ράφια

Δεν πέρασαν πολλές μέρες από όταν βρήκα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο, μια έκκληση από την Κυθηραϊκή Κοινότητα της Καλιφόρνια για ενίσχυση της προσπάθειας που έχει οργανώσει, ώστε να μεταφερθεί ακτοπλοϊκά στα Κύθηρα ο παλιός εξοπλισμός της πρόσφατα ανακαινισμένης βιβλιοθήκης της. Στο ίδιο κείμενο μαθαίνουμε πως ο Δήμος Κυθήρων προετοιμάζει κάποιον χώρο για τη στέγαση της πρώτης δανειστικής βιβλιοθήκης του νησιού, για τον οποίο και προορίζεται ο συγκεκριμένος εξοπλισμός.


Όσο παράλογο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ξεκινά η οργάνωση της βιβλιοθήκης από… τα ράφια(!), η έκκληση των Καλιφορνέζων πείθει πραγματικά πως αξίζει τον κόπο και τα έξοδα η προσπάθειά τους, καθώς το υλικό αυτό είναι πράγματι επαγγελματικό και ακριβό για να αγορασθεί καινούργιο. Ωστόσο, εύλογα εγείρονται βασικά ερωτήματα και προβληματισμοί αναφορικά με τη συστηματικότητα με την οποία επιχειρείται η οργάνωση της νέας βιβλιοθήκης. Το βασικότερο ερώτημα είναι εάν έχουν τηρηθεί όλα τα απαιτούμενα γραφειοκρατικά στάδια ώστε η βιβλιοθήκη ως ίδρυμα/ νομικό πρόσωπο/ δημοτική υπηρεσία (;) να μην κινδυνεύει με απενεργοποίησή της στην περίπτωση που κάποια επόμενη δημοτική αρχή δεν έχει τις ανάλογες ευαισθησίες για τον πολιτισμό στο νησί. Στο ίδιο πλαίσιο, ενδιαφέρει πολύ το κατά πόσο έχει εξασφαλιστεί η σωστή λειτουργία της με όλα τα απαραίτητα για τούτο πάγια έξοδα και την κατάλληλη στελέχωση από μόνιμο και ειδικευμένο προσωπικό. (Ιδιαίτερα το τελευταίο είναι ένα ζήτημα που γενικότερα ταλανίζει τις υπηρεσίες του δήμου, όπου απόφοιτοι ΤΕΦΑΑ απασχολούνται στο γραφείο τύπου και αρχαιολόγοι στο δημοτολόγιο.)

Η τελευταία και κατά τη γνώμη μου ουσιαστικότερη απορία, είναι τελικά με τι βιβλία θα γεμίσουν αυτά τα υπέροχα καλιφορνέζικα ράφια. Υπάρχει κάποιος ορθόδοξος τρόπος με τον οποίο εφοδιάζεται μια νέα βιβλιοθήκη το περιεχόμενο εκείνο που θεωρεί ότι ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα που φιλοδοξεί να σχηματίσει; Η μεγαλύτερη απειλή γι’ αυτό, είναι το γεγονός πως στα Κύθηρα έχουν ξεβραστεί χιλιάδες τόμοι αποσυρμένων βιβλίων, άλλοτε από βιβλιοθήκες που ανακαινίστηκαν, άλλοτε από κάποιο σημαντικό πρόσωπο κυθηραϊκής καταγωγής που κληροδότησε την προσωπική του βιβλιοθήκη στο νησί, αλλά και ξεχασμένα βιβλία από παλιότερες προσπάθειες σύστασης δημοτικής βιβλιοθήκης, χωρίς να αξίζει να αναφέρουμε καν τα βιβλία από τα παλιά σχολεία του νησιού, τα οποία στοιβάζονται σε κάποιες σκουριασμένες ντουλάπες μαζί με όλη τη συγκινησιακή τους αξία. Ανάμεσα στους τίτλους αυτούς, υπάρχουν οπωσδήποτε πολλά αξιόλογα και σπάνια, έως και πολύτιμα βιβλία. Δεν παύει όμως, ως σύνολο, να είναι ολότελα παράταιρο, ενώ δεν είναι λίγα και εκείνα τα βιβλία που θα έπρεπε να έχουν δοθεί προς ανακύκλωση, χρόνια τώρα. Συνεπώς, το ήδη υπάρχον υλικό στο νησί είναι μάλλον ακατάλληλο για τον εφοδιασμό της νέας βιβλιοθήκης, τουλάχιστον έως ότου αξιολογηθεί αυστηρά από ομάδα ειδικών επί του θέματος.

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως τέτοιες προσπάθειες αξίζουν να ενθαρρύνονται και να υποστηρίζονται από όλους, καθώς μια φαινομενικά ρομαντική και ιδεαλιστική έμπνευση, σαν τη τωρινή του κου Δημάρχου, αποτέλεσε πολλές φορές τη μαγιά για πράγματα αξιόλογα και απαραίτητα. Προς χάριν, όμως, ακριβώς αυτού του ιδεαλισμού, θα ήταν έγκλημα να μην προβλεφθεί μια σωστά σχεδιασμένη προσπάθεια που θα τον αναδείξει ως δύναμη και δε θα τον καταδικάσει ως αδυναμία. Μακάρι, προς όφελος όλων.

Μάης 09

Λοξίας, Φατσέας, Φυγή.



Διαβάζοντας στο φύλλο του Φλεβάρη το μισό απολογητικό - μισό αυτοπροσδιοριστικό άρθρο του Δημήτρη Λεβέντη, αισθάνθηκα μια δειλή χαρά ότι επιτέλους επιχειρείται κάτι σαν δημόσια συζήτηση που προσπαθεί να ανακαλύψει και να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του «κυθήριου αναγνώστη». Πεπεισμένη (πολύ) βαθιά μέσα μου ότι το είδος αυτό υπάρχει, αναγνωρίζω στον Δ. Λεβέντη τόσο το θάρρος να εκτεθεί πρώτος με τα λογοτεχνίζοντα (όχι, δεν ήταν άρθρα κύριε Δημήτρη) κείμενά του, όσο και την πρωτοβουλία να θίξει το καίριο ζήτημα της σχέσης που συνδέει τη λογοτεχνία με την πραγματικότητα. Στην πρόσληψη των πρώτων του κειμένων από το ευρύ κυθηραϊκό κοινό, ο Λεβέντης μοιάζει να τρομοκρατείται έως και να απελπίζεται. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, δε θα έπρεπε. Οφείλουμε εδώ να παραδεχτούμε ότι ο «κυθήριος αναγνώστης» είναι μάλλον αμύητος και απαίδευτος, άμοιρος αναγνωστικής καθοδήγησης εδώ και πολλές δεκαετίες. Το σούσουρο, λοιπόν, που δημιουργήθηκε με τις δύο ιστορίες του και τη, σε πρώτη φάση, έκδηλη περιέργεια: «μα, για ποίον τα λέει τούτα;», αισιοδοξώ να τα ερμηνεύω ως μια καλοδεχούμενη και υγιή αντίδραση που οδηγεί στην πνευματική αφύπνιση, έστω και σταδιακά.

Έτυχε την ίδια περίοδο να πιάσω στα χέρια μου ένα βιβλίο, ιδανικό για την άσκηση όποιου επιθυμεί να κατανοήσει λίγο βαθύτερα το λογοτεχνικό φαινόμενο. «Ο Λοξίας» του Σπύρου Γιανναρά, κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλιο από τις εκδόσεις «Ίνδικτος» και από όσο γνωρίζω, βρίσκεται ήδη από τον Αύγουστο και σε βιβλιοπωλεία του νησιού. Ο Σπύρος συνδέεται από μικρό παιδί με τα Κύθηρα, όταν περνούσε τα καλοκαίρια με την οικογένειά του, τότε στο Διακόφτι, αργότερα (μέχρι και σήμερα) στο σπίτι τους στα Αρωνιάδικα. Πρόκειται για την πρώτη του λογοτεχνική δουλειά η οποία έχει τύχει θετικής υποδοχής από την κριτική και το κοινό.

Στις τρεις σύντομες ιστορίες που περιέχει το βιβλίο, εκπλήσσει ο πολύ καλά δουλεμένος λόγος και η συστηματικά προσεγμένη δομή, στοιχεία στα οποία δύσκολα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ατέλειες. Ωστόσο, η αιτία που τώρα προτείνω τον «Λοξία» στον κυθήριο αναγνώστη, είναι πως προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δοκιμάσει τις ερμηνευτικές του αντοχές, καθώς στα κείμενα του Γιανναρά είναι πολλά τα πραγματικά και οικεία στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν ως νήμα στο πλέξιμο των ιστοριών και μάλιστα άμεσα σχετικά με τα Κύθηρα (τοπωνύμια, επώνυμα και γνωστές καταστάσεις). Η ανάγνωση γίνεται μάλλον δύσκολα εξαιτίας της έντονης διακειμενικότητας* και του συγκεκριμένου ύφους που έχει επιλέξει ο συγγραφέας, ύφος που χαρακτηρίζεται άλλοτε από την υπερβολή και άλλοτε από την εξοντωτική ισορροπία ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, το εξωτερικό και το εσωτερικό. Η γοητεία, εντούτοις, του βιβλίου οφείλεται κατά μέγα μέρος σε αυτόν ακριβώς τον κόπο που καλείσαι να καταβάλεις για να αντεπεξέλθεις στην ανάγνωση, γιατί τελικά ο κόπος δικαιώνεται με την αποκάλυψη της αρτιότητας του λόγου και της συγκλονιστικής εσωτερικότητας των (πανανθρώπινων) χαρακτήρων που κατάφερε να χτίσει ο Γιανναράς.

Οπλιστείτε λοιπόν με επιμονή και ανοιχτό ορίζοντα, όσοι πιστεύετε ότι σας αφορά ο κόσμος της λογοτεχνίας, και αφεθείτε στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των τριών φονιάδων, του κύριου καθηγητή, του Άγγελου Φατσέα και του φυγά. Δε θα προδοθείτε.

Φεβρουάριος 09