Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Λοξίας, Φατσέας, Φυγή.



Διαβάζοντας στο φύλλο του Φλεβάρη το μισό απολογητικό - μισό αυτοπροσδιοριστικό άρθρο του Δημήτρη Λεβέντη, αισθάνθηκα μια δειλή χαρά ότι επιτέλους επιχειρείται κάτι σαν δημόσια συζήτηση που προσπαθεί να ανακαλύψει και να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του «κυθήριου αναγνώστη». Πεπεισμένη (πολύ) βαθιά μέσα μου ότι το είδος αυτό υπάρχει, αναγνωρίζω στον Δ. Λεβέντη τόσο το θάρρος να εκτεθεί πρώτος με τα λογοτεχνίζοντα (όχι, δεν ήταν άρθρα κύριε Δημήτρη) κείμενά του, όσο και την πρωτοβουλία να θίξει το καίριο ζήτημα της σχέσης που συνδέει τη λογοτεχνία με την πραγματικότητα. Στην πρόσληψη των πρώτων του κειμένων από το ευρύ κυθηραϊκό κοινό, ο Λεβέντης μοιάζει να τρομοκρατείται έως και να απελπίζεται. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, δε θα έπρεπε. Οφείλουμε εδώ να παραδεχτούμε ότι ο «κυθήριος αναγνώστης» είναι μάλλον αμύητος και απαίδευτος, άμοιρος αναγνωστικής καθοδήγησης εδώ και πολλές δεκαετίες. Το σούσουρο, λοιπόν, που δημιουργήθηκε με τις δύο ιστορίες του και τη, σε πρώτη φάση, έκδηλη περιέργεια: «μα, για ποίον τα λέει τούτα;», αισιοδοξώ να τα ερμηνεύω ως μια καλοδεχούμενη και υγιή αντίδραση που οδηγεί στην πνευματική αφύπνιση, έστω και σταδιακά.

Έτυχε την ίδια περίοδο να πιάσω στα χέρια μου ένα βιβλίο, ιδανικό για την άσκηση όποιου επιθυμεί να κατανοήσει λίγο βαθύτερα το λογοτεχνικό φαινόμενο. «Ο Λοξίας» του Σπύρου Γιανναρά, κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλιο από τις εκδόσεις «Ίνδικτος» και από όσο γνωρίζω, βρίσκεται ήδη από τον Αύγουστο και σε βιβλιοπωλεία του νησιού. Ο Σπύρος συνδέεται από μικρό παιδί με τα Κύθηρα, όταν περνούσε τα καλοκαίρια με την οικογένειά του, τότε στο Διακόφτι, αργότερα (μέχρι και σήμερα) στο σπίτι τους στα Αρωνιάδικα. Πρόκειται για την πρώτη του λογοτεχνική δουλειά η οποία έχει τύχει θετικής υποδοχής από την κριτική και το κοινό.

Στις τρεις σύντομες ιστορίες που περιέχει το βιβλίο, εκπλήσσει ο πολύ καλά δουλεμένος λόγος και η συστηματικά προσεγμένη δομή, στοιχεία στα οποία δύσκολα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ατέλειες. Ωστόσο, η αιτία που τώρα προτείνω τον «Λοξία» στον κυθήριο αναγνώστη, είναι πως προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δοκιμάσει τις ερμηνευτικές του αντοχές, καθώς στα κείμενα του Γιανναρά είναι πολλά τα πραγματικά και οικεία στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν ως νήμα στο πλέξιμο των ιστοριών και μάλιστα άμεσα σχετικά με τα Κύθηρα (τοπωνύμια, επώνυμα και γνωστές καταστάσεις). Η ανάγνωση γίνεται μάλλον δύσκολα εξαιτίας της έντονης διακειμενικότητας* και του συγκεκριμένου ύφους που έχει επιλέξει ο συγγραφέας, ύφος που χαρακτηρίζεται άλλοτε από την υπερβολή και άλλοτε από την εξοντωτική ισορροπία ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, το εξωτερικό και το εσωτερικό. Η γοητεία, εντούτοις, του βιβλίου οφείλεται κατά μέγα μέρος σε αυτόν ακριβώς τον κόπο που καλείσαι να καταβάλεις για να αντεπεξέλθεις στην ανάγνωση, γιατί τελικά ο κόπος δικαιώνεται με την αποκάλυψη της αρτιότητας του λόγου και της συγκλονιστικής εσωτερικότητας των (πανανθρώπινων) χαρακτήρων που κατάφερε να χτίσει ο Γιανναράς.

Οπλιστείτε λοιπόν με επιμονή και ανοιχτό ορίζοντα, όσοι πιστεύετε ότι σας αφορά ο κόσμος της λογοτεχνίας, και αφεθείτε στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των τριών φονιάδων, του κύριου καθηγητή, του Άγγελου Φατσέα και του φυγά. Δε θα προδοθείτε.

Φεβρουάριος 09

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου