Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Οδηγίες χρήσης των "Κυμάτων"

(ή: όταν ο Μανέας συνάντησε τον Κοραή)



    Χριστούγεννα περασμένα και το εφημεριδάκι κρέμεται στις προθήκες του καφενείου διπλωμένο. Κάποιος θα μπει, θα απλώσει το χέρι και καθώς φεύγει, θα το πάρει μαζί του. Κάποιος άλλος, θα προτιμήσει να ξεφυλλίσει επί τόπου τις σελίδες του περιμένοντας τον καφέ να ετοιμαστεί. Έχει μια χάρη ακόμη το φύλλο, μια τύχη καλή, να διαβάζεται σχεδόν ολόκληρο. Γιατί ακόμη και αν ο ένας παρέλειψε κάτι, ο τόπος μας είναι μικρός και τον ενημερώνει ο διπλανός του. Μια αδιαπραγμάτευτη εκπλήρωση για τα φιλοξενούμενα κείμενα. Γιατί, πιθανότατα ο ρόλος κάθε γραμμένου είναι να διαβαστεί, κι ας απομείνει αργότερα γερμένο στα ράφια, μέχρι τον επόμενο μήνα και το επόμενο τεύχος. Κι ας έχει ακόμη την τύχη που επιφυλάσσει σε κάθε έντυπο υλικό ο αξιαγάπητος σε όλους «Μανέας» στο απίστευτο μαγαζί του. (Κάποτε μία πελάτισσα ξέχασε στον πάγκο του αφηρημένη το περιοδικό της. Επιστρέφοντας να το αναζητήσει, είχε ήδη διασκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, συνοδεύοντας διάφορες πορσελάνες και γυάλινα. Προχτές αγόρασα πέντε πιάτα και κέρδισα μπόνους μισή κυριακάτικη εφημερίδα. Μέχρι το σπίτι προστάτευε το εμπόρευμα, αργότερα τη χαζέψαμε λίγο κι ακόμη αργότερα σταχτολογήθηκε στο τζάκι, όπως συμβαίνει συχνά σε όλον τον κόσμο.)
     Κι αν ετούτα ακούγονται χαριτωμένα και παιγνιώδη, φανερώνουν από την άλλη με ειλικρίνεια το θαύμα της γραφής, που περνώντας μέσα από τους αιώνες, ουσιαστικά έδωσε τη δυνατότητα στον Λόγο να λειτουργήσει ως ένα ακόμη ζωτικό όργανο του ανθρώπου. Τα γραμμένα, λοιπόν, είναι γραφτό τους να ξεπερνιούνται και ευτυχώς. Ο άνθρωπος που γράφει δεν είναι ούτε σοφώτερος, ούτε πιο μορφωμένος. Είναι, θα έλεγα, «επεκτεταμένος» και για τούτο πιο ολοκληρωμένος. Γιατί κάθε άποψη, κάθε ιδέα και κατάκτηση του πνεύματός μας υφίσταται από τη στιγμή που αντέχει να διατυπωθεί. Επομένως, όποιος γράφει -ενίοτε και δημοσιεύει/μοιράζεται τις σκέψεις του- θεωρώ πως, ανεξαρτήτως της ποιότητας των ιδεών του, είναι άνθρωπος που έχει μπει στη διαδικασία να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του και τον κόσμο, άρα περισσότερο ενεργός και λιγότερο παραιτημένος.
     Έχω την αίσθηση πως ο πολίτης του σήμερα έχει φοβική σχέση με τη γραφή, ακόμη και τη διεκπεραιωτική της καθημερινότητας. Πόσο μάλλον με εκείνη της δημόσιας έκφρασης και έκθεσης. Κρίνοντας κυρίως από το περιβάλλον του Τσιρίγου, ετούτο μοιάζει να οφείλεται περισσότερο σε ατολμία και όχι σε έλλειψη προβληματισμών. Γιατί, χάρη στην ποιότητα της ζωής που απολαμβάνουμε στο φυσικό, πανέμορφο και ευσύνοπτο νησί μας, όλοι μπορούμε να νιώσουμε πως κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, αποτελεί και ένα βιβλίο. Και είναι όμορφο να πλουτίζεται το μυαλό μας από τις όψεις των άλλων. Το στοίχημα, λοιπόν, μίας προσπάθειας όπως ετούτης των Κυμάτων, θα ήταν να αρχίσουν να γράφουν (ως πράξη πολιτική τελικά, με την αρχαία έννοια της λέξης όπου σήμαινε τη σχέση του ατόμου με το σύνολο, την «πόλιν»), περισσότεροι από λιγότερα και όχι λιγότεροι από περισσότερα, όπως συμβαίνει συνήθως.
     Χωρίς το άγχος της καλλιέπειας ή και της πρόσληψης των λεγομένων τους. Το πρώτο βήμα ας είναι η αυτενέργεια, η απόφαση δηλαδή να εκφράσουμε και να δείξουμε όσα βλέπουμε και σταδιακά να ξεπερνάμε τα ίδια μας τα λόγια στο ατέλειωτο ταξίδι προς την κατανόηση του κόσμου. Και φέρνω στο νου μου την παπαδιά από τον «Παπατρέχα» του Κοραή, η οποία, ούσα αγράμματη, με όλη της την αγαθότητα, αντιλαμβανόταν -μάλλον εύστοχα- τη γραφή ως μία διαδικασία και όχι ως αποτέλεσμα. Βλέπουμε, λοιπόν, στο κείμενο τον φιλομαθή ιερέα, απελπισμένο να παραπονιέται για το χαμηλό επίπεδό της, που ρίχνει τις σημειώσεις του στα σκουπίδια, «καθότι μόνα τα καθαρά χαρτία σέβεται και σχίζει όσα βλέπει γραμμένα, ως άχρηστα πλέον εις γραφήν».
     Νομίζω πως σήμερα χρειαζόμαστε όχι πλέον διαφωτιστές και διανοούμενους αλλά τέτοιους αγνούς ανθρώπους, όπως την αγράμματη παπαδιά, που στις μέρες μας είχαν την τύχη να μάθουνε γράμματα. Υπάρχουν πολλοί και ευτυχώς, βρίσκονται ανάμεσά μας.

Γενάρης 010