Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Στρατής Θεοδωρακάκης, ο μαέστρος των Κυθήρων

(Χριστούγεννα 2006, με τη χορωδία. Φωτό: Κ. Μεγαλοκονόμος)


Για να νιώσει κανείς πραγματικά ποιος είναι ο Στρατής Θεοδωρακάκης, θα πρέπει να έχει την τύχη να τον απολαύσει επί το έργον σε μια από τις πολλές εμφανίσεις της Φιλαρμονικής Κυθήρων, είτε παρέλαση λέγεται αυτό, είτε πανηγύρι, είτε θρησκευτική λιτανεία. Εναλλακτικά, θα αρκούσε και μία επίσκεψη στο παραδοσιακό εμπορικό του κατάστημα στην πλατεία του Ποταμού. Ωστόσο, σε μια προσπάθεια να αποδοθεί το πορτραίτο του στο χαρτί, δεν έχουμε παρά να ακολουθήσουμε τις προσωπικές διηγήσεις του για τη ζωή.
Ο Στρατής Μεγαλώνει στα Κύθηρα τη δεκαετία του 1920, μακριά από την οικογένειά του, που έχει μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Στα οκτώ του χρόνια έχει την πρώτη του συνάντηση με το μεγάλο του πάθος, τη μουσική, όταν φτάνει στο νησί κάποιος πρόσφυγας από τη Μικρασία που παραδίδει μαθήματα μουσικής για να επιβιώσει. Κοντά του μαθαίνει, με πολλή αγάπη κι επιμονή, να παίζει μαντολίνο. Αργότερα φτάνουν ως εξόριστοι του εμφυλίου στο νησί άνθρωποι από τα Επτάνησα και τον Βόλο, οι οποίοι στήνουν μιαν «απίθανη» χορωδία. Μπροστά σε αυτό το «καινούργιο, ουράνιο πράγμα», μένει εκστατικός και κερδίζει πολλά από τη συναναστροφή με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Σύντομα δοκιμάζει μία μεγάλη δυσάρεστη έκπληξη. Ως μέλος του τοπικού ΕΛΑΣ κατά την κατοχή, έχει φωτογραφηθεί αγκαλιά με ένα όπλο. Η φωτογραφία στέλνεται από τον ίδιο στους δικούς του στη μακρινή Αυστραλία, όπου ο αδελφός του τη δημοσιεύει σε εφημερίδα της διασποράς με καμάρι για τη συμμετοχή του Στρατή στον πόλεμο! Το δημοσίευμα όμως, καταλήγει από κάποιον «καλοθελητή» στα χέρια της Αστυνομίας Κυθήρων. Του ετοιμάζεται αμέσως ο φάκελλος και όταν έρχεται η ώρα να παρουσιαστεί ως στρατιώτης, στέλνεται στη Μακρόνησο. Εκεί θα ζήσει τρία χρόνια έχοντας αναλάβει, μετά από μια σύντομη περίοδο στην αγγαρεία, την χορωδία του στρατοπέδου. Θα «σώσει» μαζί του «από το σκάψιμο, καμμιά πενηνταριά στρατιώτες ακόμα». Η χορωδία γνωρίζει μεγάλες δόξες, με αποκορύφωμα τις ζωντανές εκπομπές στο Ραδιόφωνο των Αθηνών. Εκεί, έξω από το στούντιο, ο διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας των Αθηνών θα ενθουσιαστεί από το ταλέντο του νεαρού Τσιριγώτη και θα του αφήσει τις συστάσεις του ώστε, άμα απολυθεί, να πάει να τον βρει. Ο Στράτης δεν πήγε ποτέ. Επιστρέφει στο νησί, όπου για περισσότερα από 60 χρόνια, προσφέρει από κάθε πόστο τις υπηρεσίες του για το καλό του τόπου, με την πίστη και την ελπίδα πως «ο κόσμος που ζούμε, αξίζει και μπορεί να γίνει καλύτερος».


-Αντιπροσωπεύετε τη γενιά που μετά τον πόλεμο ανέλαβε με πράξεις την πρόοδο του τόπου. Πώς θα την περιγράφατε ο ίδιος τη γενιά σας;
Είμαστε η γενιά που ξεκίνησε από την Αντίσταση και μάθαμε τότε ότι πρέπει να υπερασπιστούμε την πατρίδα έστω και με θυσία δικιά μας. Χωρίς υπολογισμό. Και αυτό το αίσθημα που είχαμε, της αυτοθυσίας, μας ατσάλωσε ώστε να γίνουμε κοινωνικά ευαίσθητοι, να αγαπάμε τα πάντα, να αγαπάμε τους πάντες, ακόμα κι ας μην μας αγαπούσανε και να παλεύουμε για μια προσφορά προς την πατρίδα. Έτσι, αναπτύξαμε συλλογικές δράσεις που για βάση τους είχαν τον εθελοντισμό. Υπήρχε κάπου μία ανάγκη; Τρέχαμε όλοι μαζί. Όπως για παράδειγμα όταν κάναμε εργασίες στο μώλο. Αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.

-Στα δικά σας χρόνια τα Κύθηρα γνώρισαν για πρώτη φορά τον τουρισμό. Πώς τον υποδεχτήκατε τότε και πώς βλέπετε τώρα την εξέλιξη του νησιού στον τομέα αυτόν;
Το αγαθό του τουρισμού, δεν είχε γεννηθεί τότε. Όταν ψιλοάρχιζε σιγά σιγά, είδαμε ότι αξίζει και θέλαμε να προσφέρουμε και σε αυτόν τον τομέα και να βοηθήσουμε τον τόπο. Να φανταστείς πως, όταν για παράδειγμα κάποτε, σε τουριστική περίοδο έπεσε από ένα πλοίο πετρέλαιο και η παραλία γέμισε πίσσα, κατεβήκαμε καμιά εικοσαριά άτομα στην θάλασσα και την καθαρίσαμε εθελοντικά, μόνο και μόνο για να σώσουμε τον τουρισμό. Οι τουρίστες, θυμάμαι, μας κοίταζαν έκπληκτοι.
Για μένα, που πάντοτε ήμουν και είμαι ρομαντικός και αιθεροβάμων, ο τουρισμός είναι η σωτηρία και η επιβίωση του νησιού. Μόνο που δεν πρέπει να ευτελιστεί. Δεν πρέπει να προσφύγουμε στο δόγμα «τουρισμός πάσει θυσία.» Να κρατηθεί το ψυχολογικό επίπεδο και των κατοίκων. Εκείνο που χαίρονται όσοι έρχονται, και μου τα λένε στο μαγαζί, είναι η καλοσύνη των ανθρώπων. Ο κόσμος βλέπει ότι δεν τους φέρονται σαν αντικείμενα εκμετάλλευσης. Αν κρατήσουμε αυτήν την ψυχολογία, πιστεύω θα πάμε πολύ ψηλά. Ως εδώ, έχουμε κρατηθεί, γιατί δεν αναπτυχθήκαμε γρήγορα. Κρατήσαμε ακόμα την αγνότητά μας, την παρθενιά μας, χωρίς να διαβρωθούμε. Καλωσορίζουμε τον άνθρωπο που έρχεται στο νησί μας. Και ο επισκέπτης βλέπει πως οι επιχειρηματίες δεν είναι οι άνθρωποι που έρχονται για να οικονομήσουν περιστασιακά στο νησί. Μένουν εδώ και αγαπούν μέχρι και την τελευταία πέτρα του νησιού τους.

-Εκτός από την πολυετή ενασχόλησή σας με τα κοινά, μια άλλη πτυχή της ζωής σας, ίσως η πιο σημαντική, είναι η σχέση σας με τη μουσική, που ως αποτέλεσμα είχε την ίδρυση της Φιλαρμονικής των Κυθήρων.
Στη φιλαρμονική έχω δώσει ό,τι μπορώ και θα συνεχίσω να δίνω. Η ιστορία της ξεκινάει το 1964 όταν συμπληρώνονταν τα 100 χρόνια της ένωσης της Επτανήσου και αποφασίστηκε να γίνουν εκδηλώσεις σε όλα τα νησιά. Ήρθε τότε ο Νομάρχης, και τον φιλοξένισα στο σπίτι. (Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν). Όπως είμαστε και καθόμαστε μετά το πέρας των εκδηλώσεων, του λέω: «δε θα ήταν πολύ όμορφα να έχουμε και μια Φιλαρμονική;». «Βεβαίως», μου απάντησε, «τι θέλετε;». «Να μας την επιχορηγήσετε!». Και τότε μας έδωσε από τον προϋπολογισμό του εορτασμού στα Κύθηρα, τις 10.000 δραχμές που περίσσεψαν. Πράγματι έτσι ξεκινήσαμε. Είχαμε τη σπάνια τύχη, λόγω του Νομάρχη να μας βοηθήσει ο μαέστρος της Φιλαρμονικής του Δήμου Αθηναίων. Πήραμε πέντε όργανα με εκείνα τα λεφτά. Δύο τύμπανα, μία κάσα, μία τρομπέτα και ένα ευφώνιο. Τα φέραμε κάτω. Κάποια στιγμή βγήκαν τα παιδιά στην πλατεία με τα τύμπανα και παίξανε στον Ποταμό ένα εμβατήριο. Από εκεί και πέρα, ενθουσιάστηκε ο κόσμος,. Κατά καλή μας τύχη, είχε έρθει εκείνη την εποχή από την Αυστραλία ο Ζαχαρίας ο Μένεγας, κορυφαίος σαξοφωνίστας, και αγάπησε αμέσως την Φιλαρμονική και ήρθε στην παρέα. Κάναμε χορούς και με τα έσοδα συμπληρώσαμε τα όργανά μας. Ήρθαν και οι εθελοντές που βοήθησαν και τη στήσαμε τη Φιλαρμονική. Ύστερα άρχισαν να έρχονται οι δωρεές. Όπως ο Παναγιώτου από την Αυστραλία που χαρίζει το σπίτι του στην κοινότητα και ο εκτελεστής της διαθήκης το έδωσε σε εμάς. Ιδρύεται το ίδρυμα Παναγιώτου, φτιάχνεται το Πνευματικό Κέντρο. Τώρα ο όροφος ανήκει στην Φιλαρμονική, όπως και το πάρκινγκ του Ποταμού που το παραχωρεί δωρεάν στον κόσμο για την εξυπηρέτηση του χωριού.
Ως Φιλαρμονική δεν αμοιφθήκαμε ποτέ για τις υπηρεσίες μας. Ποτέ δεν κοιτάξαμε το εγώ, αλλά το εμείς. Η μπάντα είναι κάτι δικό μας και το υπερασπιζόμαστε. Και συνεργαζόμαστε με όλους. Πάρα πολλά παιδιά έμαθαν τις πρώτες νότες στην αγκαλιά της Φιλαρμονικής και μάλιστα πολλά από αυτά έκαναν και καριέρα μουσικού. Και ακόμα, η πιο πρόσφατη προσπάθεια των τελευταίων πέντε ετών, είναι η πολυφωνική Χορωδία ενηλίκων, που κουραστήκαμε πολύ να τη φτιάξουμε. Ακόμα δε φτάσαμε εκεί που θέλουμε, αλλά θα φτάσουμε με το πείσμα και την αγάπη που έχουμε.


-Διάγοντας αισίως την ένατη δεκαετία της ζωής σας, τι είναι αυτό που σας κάνει στους δύσκολους καιρούς που περνούμε, να κατεβαίνετε σφυρίζοντας χαρούμενα κάθε πρωί προς την πλατεία;
Πάντοτε πίστευα στη δύναμη που κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι. Εάν οι άνθρωποι κρατήσουν τη δύναμή τους και έχουν απέραντη αγάπη για όλους, ακόμα και για τα λουλουδάκια, ακόμα και για τα ζωϋφια, θα μπορέσουν να δουν πως η κάθε μέρα που ξημερώνει είναι μια άλλη μέρα. Δε θα πεθάνουμε! Θα κρατηθούμε! Θα σφίξουμε τα δόντια μας. Θα φάμε ψωμί και κρεμμύδι. Δεν έχει να κάνει… Θα πάμε!

Ιούλιος 2010, για το "Ky-theros" του Σταύρου Κυριακάκη

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Πολιτισμός, Κύθηρα και ιδιωτική πρωτοβουλία.


(Συνέντευξη με τον Αλέξανδρο Χαρατζά)




Το 2005 άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό ο πρώτος ιδιωτικός χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων στο νησί. Ο λόγος, για τον πολυχώρο τέχνης «Ζείδωρος», που στεγάζεται σε ένα αποκατεστημένο ενετικό κτήριο, πραγματικό αρχιτεκτονικό κοσμοτέχνημα, επάνω στον παραλιακό δρόμο του Καψαλιού. Με κλεισμένα τα πέντε χρόνια λειτουργίας του, επιδιώξαμε μία συζήτηση με τον ιδιοκτήτη, Αλέξανδρο Χαρατζά , όπου μας καταθέτει τις σκέψεις και τις απόψεις του, όπως διαμορφώνονται από την σχετική εμπειρία που έχει αποκτήσει πλέον στα πολιτιστικά του τόπου.




-Αδιαμφισβήτητα, από τότε που ιδρύθηκε η Ζείδωρος, κάτι έχει αλλάξει στο πολιτιστικό περιεχόμενο, τουλάχιστον των καλοκαιριών, στο νησί.

Η Ζείδωρος είναι ένας χώρος που λειτουργεί από το Μάιο έως και τον Σεπτέμβριο. Δεν είναι ένας χώρος που λειτουργεί και τον χειμώνα, δυστυχώς πρέπει να πω. Γιατί, εάν υπήρχε αντικείμενο, θα με ενδιέφερε να είμαι εδώ και το χειμώνα. Και όταν λέω αντικείμενο, εννοώ ώστε να μπορεί ο χώρος να επιβιώσει. Έχοντας τολμήσει έναν χειμώνα να οργανώσω κάποια πράγματα, είδα πως δεν είναι βιώσιμο. Και δε μιλάμε για μεγάλο κόστος, αλλά ακόμη κι αυτό, δεν καλύπτεται.


- Σε ποιο βαθμό εκτιμάς ότι επηρεάζει η παροχή μιας σωστής υποδομής την παραγωγή πολιτισμού;

Είναι μία συζήτηση της κότας και του αυγού. Πιστεύω ότι ένας χώρος, για να λειτουργήσει το χειμώνα, θα πρέπει να βγάζει τα έξοδά του. Η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει το πλεονέκτημα πως παρέχει καλή οργάνωση, καλή προβολή, (γιατί έτσι οφείλει για να υπάρχει), απ’ την άλλη, σε ορισμένες περιστάσεις είναι αναγκασμένη να ρίχνει το επίπεδό της.

Μακάρι να μπορούσε κάποιος φορέας εδώ, να αναπτύξει κάποια δραστηριότητα καλλιτεχνικού – πολιτιστικού περιεχομένου, ο οποίος να ήταν μεικτός. Δηλαδή, μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία. Θα έλεγα όχι του Δήμου, γιατί θεωρώ ότι δε θα είχε την ελευθερία ένας τέτοιος φορέας να δράσει ανεπηρέαστα από οποιεσδήποτε πολιτικές προτιμήσεις.


- Εντούτοις, κάθε χρόνο, όλο και πιο πολύ, επεκτείνονται οι συνεργασίες σου με τοπικούς φορείς, έστω τους πέντε αυτούς μήνες.

Τα τελευταία χρόνια το θεατράκι έχει φιλοξενήσει παραστάσεις και εκδηλώσεις διαφόρων φορέων, όπως είναι το ωδείο, τα Δημοτικά σχολεία, ο σύλλογος Ποταμού, παραδοσιακοί χοροί κλπ. Και προσπαθώ πάντα, αν όχι να δίνω το χώρο αφιλοκερδώς στους τοπικούς φορείς, να έχουν πολύ χαμηλή τιμή.


-Έχοντας επενδύσει επαγγελματικά σε μια επιχείρηση όπως τη Ζείδωρος, σημαίνει πως αντιμετωπίζεις τον πολιτισμό ως μία κερδοφόρα επένδυση;

Βλέπω τον πολιτισμό σαν προϊόν. Το πολιτιστικό προϊόν έχει κι αυτό μια αγορά. Πρέπει να επισημάνω ότι το συγκεκριμένο προϊόν είναι δύσκολο και αχάριστο, με την έννοια ότι η σχέση δουλειάς και απόδοσης είναι πολύ κακή. Σίγουρα θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, το οποίο θα είχε μεγάλη απόδοση και να νιώθω ότι ο κόπος μου πιάνει πολύ μεγαλύτερο τόπο. Αλλά, αυτό μ’ αρέσει να κάνω, ανεξαρτήτως πως οι απολαβές που έχω δεν είναι πάντα οι προσδοκώμενες. Για μένα, αυτή η δουλειά είναι ένα πάθος. Έχω δεχτεί προτάσεις από διάφορους, να φιλοξενήσω καλλιτέχνες οι οποίοι θα ανέβαζαν τον τζίρο ή θα έφερναν πολύ περισσότερο κόσμο ή θα εκσφενδόνιζαν τα έσοδα, αλλά προσπαθώ να τηρώ κάποιες προδιαγραφές ποιότητας, είτε πρόκειται για έκθεση, θεατρικό, συναυλία, οποιαδήποτε παράσταση. Και αυτό έχει κάποιο κόστος. Ο χώρος αυτός είναι δ΄συκολο να συντηρηθεί αποκλειστικά από τα έσοδα που έχει. Συνεπώς, τα τελευταία χρόνια, ανέπτυξα μία πολιτική χορηγιών, η οποία ήταν αρκετά επιτυχημένη και γι’ αυτό αποτάθηκα σε φορείς στην Αθήνα και σε μεγάλα ιδρύματα, οι οποίοι στήριξαν αυτήν την προσπάθεια και εύχομαι, όταν ξεπεραστεί αυτή η οικονομική κρίση, να συνεχίσουν να την στηρίζουν.



- Η επαγγελματικότητα στον τρόπο που αντιμετωπίζεις τους καλλιτέχνες, βλέπεις πως επηρεάζει την ποιότητα του υλικού που παρουσιάζουν;

Αυτό έχει αποδειχθεί από το γεγονός ότι πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες που έχουν φιλοξενηθεί, εκτιμούν πολύ αυτήν την προσπάθεια και δίνουν κι αυτοί τον καλύτερό τους εαυτό με τη σειρά τους, βλέποντας ότι υπάρχει ένας χώρος που τους καλύπτει, σε οτιδήποτε αφορά την υποδομή.


- Πιστεύεις ότι αυτό που κάνεις στη Ζείδωρος, είναι κάτι που θα μπορούσε να προσφέρει και ένας δημόσιος οργανισμός;

Αυτό είναι ένα επιχείρημα που το έχω ακούσει και στο παρελθόν, ότι ένας τέτοιος χώρος θα όφειλε να είναι δημόσιος. Κρίνοντας από την οργάνωση διάφορων δημοσίων χώρων, πιστεύω ότι θα ήταν αδύνατον να λειτουργήσει ο χώρος έτσι όπως λειτουργεί αυτή τη στιγμή, υπό την ομπρέλλα κάποιου δημόσιου φορέα. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα πολιτιστικά, αλλά με κάτι γενικότερο το οποίο θα ήθελα να επισημάνω, την αντίληψη δηλαδή, πως οτιδήποτε είναι δημόσιο, έχουμε μάθει στην Ελλάδα ότι δεν είναι δικό μας. Συνεπώς δεν το περιβάλλουμε με αγάπη, δεν το φροντίζουμε, θεωρούμε ότι είναι κάποιου άλλου και το υποβαθμίζουμε. Θα ήταν αδύνατον λοιπόν, ένας χώρος πολιτισμού να λειτουργεί υποβαθμισμένα. Καλύτερα να μη λειτουργεί καθόλου. Σαφώς, λοιπόν, πιστεύω στην ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί μόνο μέσα από αυτήν, ένας χώρος πολιτισμού μπορεί να υπάρξει και να προσφέρει αυτό που οφείλει.


- Ποια, θεωρείς πως πρέπει να είναι η στάση της τοπικής αρχής στον πολιτισμό;

Οφείλει, -είναι μέρος της αποστολής της- να έχει κάποιο ρόλο και κάποιο λόγο στα πολιτιστικά ενός τόπου και στο παρελθόν αλλά και πρόσφατα ακόμα, έχω συνεργαστεί με τη δημοτική αρχή χωρίς κανένα πρόβλημα, είτε σε ρόλο συνεργάτη είτε υποστηρικτή.



-Η Ζείδωρος αυτοπροσδιορίζεται ως πολυχώρος, πράγμα που σημαίνει ότι φιλοξενείς πολλές και διαφορετικές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Ξεχωρίζεις κάποια από αυτές;

Από τις εκδηλώσεις, θεωρώ το θέατρο ως εκείνο που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πρόκληση. Κι αυτό γιατί μία θεατρική παράσταση απαιτεί μεγάλη προσπάθεια που δε φαίνεται. Απαιτεί πρόβες στον χώρο, κουστούμια, σκηνικά, φώτα. Και στόχος μου είναι να επεκταθώ σε τέτοιου είδος παραστάσεις….


-Ξεχωριστό κομμάτι των δράσεων, είναι σαφώς το εκθεσιακό, καθώς ο χώρος της γκαλερί είναι ο πρώτος που συναντά ο επισκέπτης. Ποια είναι η υποδοχή της από τον κόσμο;

Έχω ακούσει διάφορα. Έχω δει ανθρώπους στην πόρτα να ντρέπονται να μπούνε μέσα νομίζοντας ότι έχει εισιτήριο. Οι εκθέσεις είναι παντού δωρεάν. Και φυσικά, κάποιος που θα επισκεφθεί μια έκθεση ζωγραφικής – γλυπτικής, φυσικά δεν είναι υποχρεωμένος να αγοράσει. Το μόνο που ζητείται από αυτόν, είναι να δει και να κρίνει για τον εαυτό του, αν του αρέσει ή όχι.


-Στη βάση της, εξάλλου, αυτή η κίνηση έχει ως πρώτο στόχο την ανάδειξη του έργου και την επικοινωνία του εκάστοτε καλλιτέχνη με τους ανθρώπους…

Σαφώς έχει αυτόν τον σκοπό. Ταυτοχρόνως βέβαια έχει και έναν εμπορικό σκοπό προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει πρωτίστως ο καλλιτέχνης, γιατί τα περισσότερα ποσοστά από τις πωλήσεις τα έχει ο καλλιτέχνης, δεν τα έχει ο χώρος.


- Στο σύνολο των εκθέσεων, το συντριπτικό ποσοστό των καλλιτεχνών που φιλοξενούνται, σχετίζονται με τα Κύθηρα. Ποια γνώμη έχεις σχηματίσει για την ποιότητα της δουλειάς τους;

Στα Κύθηρα θεωρώ ότι υπάρχουν καλλιτεχνικές μονάδες οι οποίες είναι πολύ αξιόλογες, που παιδεύονται με την τέχνη και αποδίδουν – ή δεν αποδίδουν κάποιες φορές- ένα υψηλού επιπέδου πολιτιστικό προϊόν. Αυτό που θα ήθελα να ζητήσω από αυτούς, είναι να συλλέγουν περισσότερες προσλαμβάνουσες προκειμένου να είναι σε θέση να δημιουργούν. Θεωρώ ότι ένας καλλιτέχνης ο οποίος είναι μόνιμα απομονωμένος σε ένα νησάκι, στην άκρη της Ελλάδας, δεν έχει προσλαμβάνουσες.


- Παρά τη ρομαντική ιδέα για τον καλλιτέχνη;

Η ρομαντική ιδέα του καλλιτέχνη, πιστεύω πως πρέπει να συνδυάζεται με μία περίοδο τριβής με την κοινωνία. Να έχει ένα καταφύγιο, αλλά εκεί θα βρεθεί για να χωνεύει όλες τις εντυπώσεις και τις προσλαμβάνουσες εικόνες που αποκομίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Συνεπώς, αν κάποιος θέλει να παράγει τέχνη στα Κύθηρα, είναι απαραίτητο γι αυτόν να έχει τη δυνατότητα να επισκέπτεται κι άλλα μέρη, να ζει μέσα στον κόσμο, γιατί μόνο ζώντας μέσα στον κόσμο γίνεσαι μέρος του κόσμου.



- Όμως, ζώντας στον κόσμο, δε σημαίνει απαραίτητα πως ζεις και μέσα στην τέχνη. Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για τις προσλαμβάνουσες της φύσης, οι οποίες είναι ατελείωτες.

Οι προσλαμβάνουσες της φύσης είναι ατελείωτες αλλά η φύση των Κυθήρων δεν είναι ατελείωτη.


- Αυτό το λες, επειδή παρατηρείς πως κάτι επαναλαμβάνεται;

Με όσα λέω, εννοώ πως θα επιθυμούσα μία πιο ραγδαία εξέλιξη. Θεωρώ ότι είναι αργή η εξέλιξη. Υπάρχουν κάποιες φόρμες που επαναλαμβάνονται και είναι κάπως μονοδιάστατες. Δηλαδή για παράδειγμα, έχω βαρεθεί να βλέπω ελαιογραφίες ή ακουαρέλες του Καψαλίου ή του Κάστρου. Αυτό μπορεί να είναι θελκτικό για κάποιον επισκέπτη, αλλά για αυτόν που το παρουσιάζει, είναι τελείως επαναλαμβανόμενο.


- Να υποθέσω πως το εκθεσιακό τμήμα είναι και το λιγότερο προσοδοφόρο;

Όχι. Δεν είναι. Όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται, τα λιγότερα έσοδα διαχρονικά έχουν έρθει από παραστάσεις και από εκδηλώσεις καλλιτεχνών οι οποίοι, ναι μεν είναι γνωστοί στην υπόλοιπη Ελλάδα ή στο εξωτερικό, αλλά στα Κύθηρα δεν είχαν την απήχηση που θα περίμενε κάποιος. Θεωρώ ότι το Κυθηραϊκό κοινό είναι 100% προβλέψιμο. Δε θεωρώ ότι είναι πολιτιστικά καθυστερημένο, κάθε άλλο. Αλλά δε ρισκάρει να έρθει να δει μια συναυλία, έναν καλλιτέχνη τον οποίο δεν έχει γνωρίσει μέσα από τα μίντια, συνεπώς δεν εκθέτει και τον εαυτό του σε καινούργιες μορφές τέχνες. Θα παρότρυνα λοιπόν το κοινό των Κυθήρων, να ρισκάρει και να έρθει να παρακολουθήσει καλλιτέχνες που δεν τους έχει ακούσει ξανά.

Καψάλι, Ιούλιος 2010

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Πού στο καλό;


Έχουμε βαρύνει από το νέφος της απαισιοδοξίας. Κάθε μας φράση καταλήγει αναπόφευκτα σε μοιρολόι. Βλέπουμε γύρω μας μόνο προβλήματα, μόνο αρνητικά και αδιέξοδα. Γίναμε λοιπόν ανήμποροι να ξεχωρίσουμε μέσα στον κόσμο το καλό;
Πού είναι;

Μοιάζει κρυμμένο, μα έχει αφήσει τα ίχνη του παντού, μυστικά να μη χαθούν:

Σαν άρωμα απαλό, στο χνούδι των πρώτων καλοκαιρινών καρπών.

Σαν θόρυβος μεικτός από λύπη και χαρά στις σχολικές γιορτές του τέλους.

Σαν μεράκι στα στολισμένα μαγαζιά, παρά την αγωνία πώς θα πάει η σεζόν.

Σαν ομορφιά, πάνω στο δέρμα, από το πρώτο πρώτο μαύρισμα του ήλιου.

Για τέτοιους Ιούνιους, ναι, ας πολεμούμε.


(Καλωσόρισμα, Ιούνης '10)

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ: ΣΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΑ ΒΑΖΑ



«Την Πρωτομαγιά, μας επισκέφθηκε ο Επίτροπος.[…]Παιδιά, είμαι πολύ ευχαριστημένος από την παρέλασι, από το παράστημα και το ζωηρό σας βάδισμα. Την ημέρα την σημερινή θα την αφιερώσουμε ολόκληρη στην εξοχή και στα λουλούδια. Και όχι μονάχα η Οργάνωσί μας, μα όλος ο Ελληνικός Λαός, οι άνθρωποι των πόλεων και των αγρών και οι εργάτες των εργοστασίων, μικροί και μεγάλοι, την σημερινή ημέρα την χαρίζουν στο να εορτάζουν τα λουλούδια.»
[Από το περιοδικό Η Νεολαία (Μεταξά), της 4ης Μαϊου 1940]


«Εγώ, εικοσιπέντε χρόνια υπάλληλος, δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτά τα πράγματα.»
Δήλωνε μπροστά στα μάτια μου με το αθωότερο ύφος, δημόσια υπάλληλος που εργάζεται στο νησί μας, όπου «αυτά τα πράγματα» σημαίνουν τα εργασιακά της δικαιώματα. Και ήταν τόσο αθώο το ύφος της, που απαγόρευε και να θυμώσεις μαζί της. Και όμως. Σε μεγάλο βαθμό, ετούτη η εγκεκριμένη και αποδεκτή από την πλειονότητα στάση, ευθύνεται για την κατάφωρη τωρινή καταπάτηση –ανεξέλεγκτα πλέον- κάθε κερδισμένου εργασιακού δικαιώματος, κερδισμένου με αγώνα και κάποτε ακόμη και με αίμα.
   Γνωρίζετε, άραγε, το καθεστώς των Συμβάσεων Έργου με το οποίο στελεχώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία ο Δήμος Κυθήρων (και όλοι οι Δήμοι); Πρόκειται για μία σύμβαση μεταξύ του φορέα και του εκάστοτε εργαζόμενου, όπου ο δεύτερος, αν και καλείται στην ουσία να εργαστεί ως κανονικός υπάλληλος (εξαρτημένη εργασία), στα χαρτιά παριστάνει τον ελεύθερο επιχειρηματία και αναγκάζεται να κόβει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, πράγμα που επιτρέπει τον απόλυτο αποκλεισμό του από όλες τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που έχουν συνταχθεί για την προστασία του. Με άλλα λόγια, δε δικαιούται ασφάλιση στο ΙΚΑ, άδειες, διάφορα επιδόματα ή διευκολύνσεις (όπως τις σχετικές με τη μητρότητα/πατρότητα), αποζημίωση κ.λ.π.. Προσθέστε σε αυτές και τα απαράδεκτα προγράμματα Stage, όπου το ίδιο το Ελληνικό Κράτος απασχολούσε χωρίς ασφάλιση (!!!), εργαζομένους έναντι ενός ευτελιστικού ποσού ως μισθό.
   Ευτυχώς, ή αναγκαστικά, η παρούσα κυβέρνηση ετούτα τα κατάργησε, καθώς είχε ήδη αποφανθεί αρνητικά το Συμβούλιο της Επικρατείας για τη νομιμότητά τους. Ωστόσο, μια ουσιαστική διάσταση του θέματος που ζητά την προσοχή μας, είναι το σε ποιο ποσοστό τελικά, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι φέρουν μέρος της ευθύνης για όλα ετούτα τα αδιάντροπα πράγματα. Διότι, το ευκολότερο για τον καθένα είναι φυσικά να επικαλείται τις αυταπόδεικτες δικαιολογίες των προσωπικών του αναγκών. Ποιος μπορεί να αρνηθεί το δίκαιο στον πολίτη που χρειάζεται τη δουλειά για να ξεπληρώσει τα χρέη του, ή για να σπουδάσει τα παιδιά του, ή ακόμα και για να κάνει τις διακοπές των ονείρων του, ή να αγοράσει το αυτοκίνητο που έχει βάλει στο μάτι. Γιατί, εφόσον αρχίσει ο χορός των δικαιολογιών, είναι τέτοιος που από ένα σημείο και ύστερα, συγχέεται το ουσιώδες με το επουσιώδες και οι επιθυμίες του καθενός αξίζουν εξίσου το σεβασμό μας.
   Η παγίδα λοιπόν κρύβεται ακριβώς εκεί όπου το ατομικό ξεγελιέται και θεωρεί πως δεν εξαρτάται από το συλλογικό. Απλούστατα, εάν όλοι μας τοποθετήσουμε το ιδιωτικό μας συμφέρον πάνω από το κοινό, τελικά πλήττεται το ίδιο ακριβώς το δικό μας συμφέρον. Τα εργατικά δικαιώματα λοιπόν, δεν κατακτήθηκαν τυχαία, επειδή κάποτε κάποιοι χρειάζονταν συγκεκριμένες συνθήκες στη δουλίτσα τους και επιδίωξαν να τις διαμορφώσουν, αλλά αποτέλεσαν διαχρονικό και ομαδικό κέρδος για τον βιοπαλαιστή κάθε κοινωνίας και εποχής. Δυστυχώς, οι γενιές της μεταπολίτευσης, βιάστηκαν να θεωρήσουν όλα τα δικαιώματα, τα αναγνωρισμένα με τόσους σκληρούς αγώνες, ως δεδομένα. Αλίμονο, η ανθρώπινη ιστορία δείχνει ότι για κάθε πολύχρονη και κοπιώδη κατάκτηση προς το καλύτερο, αρκεί ένα πολύ μικρό ολίσθημα για να γυρίσουν όλα στην προηγούμενή τους θέση. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν ήταν δεδομένα αλλά ποτέ δε σίγασε ο πόλεμος μεταξύ του δίκαιου και του άδικου. Αντιθέτως, με τη νοοτροπία του βολέματος και της περιφρόνησης του αγώνα, ο πόλεμος εξελισσόταν για χρόνια σιωπηρά σε βάρος του εργαζόμενου. Ενός εργαζόμενου, που πάντοτε βρίσκεται στην πιο ευάλωτη θέση, πλασάροντας τον εαυτό του ως εμπόρευμα μέσα σε καθεστώς σκληρού ανταγωνισμού, όπου, σε οποιαδήποτε στιγμή, η αντικατάστασή του από άλλο εμπόρευμα είναι απειλή ζωντανή και τρομακτική.
   Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μία αλήθεια δυσάρεστη, αδυσώπητη και αναπόφευκτη, την οποία όμως οφείλουμε να την αποδεχτούμε, προκειμένου να καταφέρουμε να παλέψουμε μία μέγιστη μάχη, όντας φαινομενικά άοπλοι. Μέχρι, η δύναμη της θέλησης και της σκέψης μας να χωρέσει το παράδοξο της διαπίστωσης, πως το μοναδικό ισχυρό όπλο ενάντια στην καταπάτηση των εργασιακών μας δικαιωμάτων, είναι η ανεργία μας. Μάλιστα. Πως δηλαδή, εάν κύριε δε με προσλάβεις με τους σωστούς όρους, δε δέχομαι να δουλέψω για σένα, διότι εσύ χρειάζεσαι εξίσου την εργασία μου, όσο κι εγώ το μισθό σου. Θα μου πείτε, έτσι κινδυνεύω να απομείνω χωρίς δουλειά και θα είναι σκούρα τα πράγματα. Δε μπορώ να το αρνηθώ. Όταν βιώνουμε έναν μακροχρόνιο και σιωπηρό πόλεμο, τα πράγματα είναι ρεαλιστικότατα σκούρα. Σε ανάλογη θέση θα βρέθηκαν κι εκείνοι που θυσίασαν στο εργατικό κίνημα, όχι μονάχα την εργασία τους αλλά και την ίδια τους τη ζωή.
   Αλλά καλύτερα να κοιτάζουμε τα πιο αισιόδοξα σενάρια. Πείτε πως είστε μια δροσερή νεανίς στα εικοσικάτι σας χρόνια. Καταφέρνετε (δε ρωτάω το πώς) να διοριστείτε σε δημόσια υπηρεσία του χωριού σας. Χαμογελάτε σαν το λουλούδι στο βάζο για εικοσιπέντε ακόμη χρονάκια. Μέχρι που μια μέρα μαραίνεστε, -εκεί, λίγο πριν απ’ τη σύνταξη- κι ενώ ποτέ σας δε μπλέξατε με συνδικαλισμούς και «αυτά τα πράγματα», σας πετάνε έξω απ’ το βάζο, γιατί μαραθήκατε, κυρία μου, και βρωμίσατε το νερό.

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

«Δεν είναι προοδευτικό να έχει ο τόπος ένα θέατρο…»





    Μεγαλωμένη σε Τσιριγώτικη οικογένεια της Αυστραλίας και αναθρεμμένη μέσα στην καθημερινή -σχεδόν λατρευτική- αναφορά της μακρινής πατρίδας, η Φωτεινή Παπαδοπούλου, εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Κύθηρα το 2002, αποφασισμένη να ζήσει την ουτοπία, που συσσωρευμένη της υποσχόταν η ιδέα του νησιού μέχρι την ωριμότητά της, και να προσφέρει με προθυμία τις ιδιαίτερες υπηρεσίες της ως ηθοποιού και θεατρολόγου, μετουσιώνοντας σε πράξη την ιδιαίτερη αγάπη της για το νησί. Έτσι, μέσα στα τελευταία χρόνια έχει κατορθώσει, με ποικίλες δράσεις, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο φανερές, να δημιουργήσει ένα γνήσιο πυρήνα ενδιαφέροντος γύρω από το θέατρο.
    Τελευταία της προσπάθεια αποτελεί το θεατρικό εργαστήρι που λειτουργεί καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα στο πνευματικό κέντρο Φρατσίων, και το οποίο ξεκίνησε για πρώτη φορά πέρυσι με την υποστήριξη του Δήμου Κυθήρων.
    Δύο περιόδους μετά, η θεατρική ομάδα της Φωτεινής, έχει καταφέρει να αναπτυχθεί και να δεθεί αρκετά, ώστε να ελπίζει φανερά σε ένα μέλλον που διαγράφεται πλέον ελπιδοφόρο και δημιουργικό. Ήδη, στις 30 Απριλίου θα παρουσιαστεί η τελευταία δουλειά του εργαστηρίου, μια πραγματικά αξιέπαινη προσπάθεια, στο καφενείο «Αστικόν» (στις 9μμ). Με αφορμή το «Γυναίκες Μονολογούν», συναντηθήκαμε σε μια πολύ τρυφερή συζήτηση, όπου η Φωτεινή μας δίνει την δική της οπτική για το θέατρο, τα Κύθηρα και τη ζωή γενικότερα.
   
   Το πρώτο που αποκομίζεις όταν συζητάς μαζί της για το θεατρικό, είναι πως αισθάνεται πολύ περήφανη για την ομάδα της. Οι σχέσεις μεταξύ των μελών διαπνέονται από εμπιστοσύνη και συνεργατικότητα. Ίσως δεν είναι τυχαίο πως η ομάδα αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες, χωρίς ποτέ να έχει μπει ένας τέτοιος περιορισμός. «Έτυχε να είναι μόνο γυναίκες», λέει η Φωτεινή. «Γιατί; Μήπως υπάρχει μια ανάγκη εκεί έξω για γυναίκες;». Ενώ, εξίσου αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, είναι πως ελάχιστες τυχαίνει να έχουν κυθηραϊκή καταγωγή. Στο σχόλιό μου, πως η παραδοσιακή Τσιριγωτική κοινωνία μοιάζει κατά βάσιν συντηρητική, η Φωτεινή εντοπίζει το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ενασχόληση με το θέατρο: «μέσα από το θεατρικό και την ομάδα, μπορείς να ξεπεράσεις πολλά από αυτά. Την ντροπή και άλλα, διάφορα εμπόδια. Μπορεί να είναι ψυχικά, σωματικά, κοινωνικά. Αλλά κάνοντας αυτό, μετά πας κάπου αλλού…»
    Τα μαθήματα, που παραδίδονται σε εβδομαδιαία βάση, στηρίζονται στο θεατρικό παιχνίδι (ασκήσεις με δράση, που στόχο έχουν την ψυχοκινητική προετοιμασία του ηθοποιού, αλλά και την επικοινωνία μεταξύ των προσώπων), ενώ κατά περιόδους, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην προετοιμασία μιας συγκεκριμένης παράστασης, όπως το προσεχές «Γυναίκες μονολογούν». Το τελευταίο είναι ένα εγχείρημα που, όπως εξηγεί η Φωτεινή, «προέκυψε από αυτοσχεδιασμούς που κάνουμε στο μάθημα. Η κάθε μία θα παρουσιάσει ένα μονόλογο, που έχει γράψει μόνη της με θεματικό άξονα τη γυναίκα, σε διάφορες εικόνες. Ήταν ένα θέμα ανοιχτό. Τους ζήτησα απλώς να δημιουργήσουν μία γυναικεία φωνή μέσα στις πολλές. Όλες οι κοπέλες έχουν ταυτιστεί πολύ με αυτό που κάνουνε, έχουνε δώσει πολύ από τον εαυτό τους. Κάπως, κάτι μέσα σε αυτό, αγγίζει την καθεμιά που τό ’χει γράψει, αλλά συνάμα αγγίζει και όλους, μιλάνε σε όλους, όλα τα κομμάτια.»    
   Στην ερώτηση, γιατί δεν αποφάσισε να δοκιμάσει ένα έτοιμο θεατρικό κείμενο, η απάντηση είναι διττή: «Αυτό μου έλεγαν και τα κορίτσια. Αλλά τις δοκίμασα λίγο περισσότερο, έπρεπε να ρισκάρουν και λίγο περισσότερο και νομίζω στο τέλος, αυτό θα δώσει ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Από την άλλη, για να δουλέψεις ένα έργο, χρειάζονται πολλές ομαδικές ώρες, που η καθημερινότητα της καθεμιάς το κάνει για τώρα ακατόρθωτο. Το να γράψουν κείμενα ήταν φυσικά για τις περισσότερες πολύ δύσκολο, αλλά τελικά μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς, βγήκε υλικό. Το έτοιμο κείμενο, στην πραγματικότητα, είναι πιο απαιτητικό, γιατί πρέπει να το κάνεις σα να είναι δικό σου. Ενώ τώρα δουλεύουν σε κάτι που το ξέρουν, που το έχουν φτιάξει από μόνες τους. Και πια το καταλαβαίνουν αυτό.»
    Έχοντας εργαστεί δύο χειμώνες πάνω στον αυτοσχεδιασμό και το παιχνίδι, η Φωτεινή δείχνει πως απολαμβάνει στο έπακρο το παρόν στην πορεία της ομάδας, για την οποία ωστόσο, δε διστάζει να κάνει όνειρα και να εύχεται τα περισσότερα: «για ό,τι κάνουμε μέχρι τώρα, το σπουδαίο είναι ότι μέσα από τον αυτοσχεδιασμό και το παιχνίδι, ο καθένας κατανοεί πράγματα για τον εαυτό του, τους άλλους και τους γύρω του, οι σχέσεις ανάμεσά μας αναπτύσσονται, και γενικά βγάζει πολύ πράμα από μέσα μας. Και όταν έρθει η ώρα, βοηθάει τις κοπέλες να βγούνε έξω, και να παρουσιάσουν αυτό το κάτι. Γιατί, στην προετοιμασία του ηθοποιού, το πρώτο είναι το ψυχολογικό, το σώμα, η φωνή, όλα αυτά μαζί και συγχρόνως να μπορέσει να επικοινωνήσει με τον θεατή. Όταν ο ηθοποιός είναι εντελώς ελεύθερος, αλλά την ίδια στιγμή εντελώς συγκεντρωμένος και αυτό που κάνει είναι αληθινό, τότε συμβαίνει και μια αληθινή επικοινωνία με το κοινό και όλο το πράγμα γίνεται αληθινό.»
  
 Για το μέλλον, τα σχέδια είναι αρκετά συγκεκριμένα και η ίδια μοιάζει διατεθειμένη να τα επιδιώξει με όλη της την ψυχή. «Θα μου άρεσε να μπορούσαμε να έχουμε έναν δικό μας χώρο, όπως είναι το παλιό Αστικό Σχολείο του Ποταμού, όπου θα μπορούσαμε με λίγα βασικά (φώτα και σκηνικά) να κάνουμε τις πρόβες μας και να δίνουμε και παραστασεις ακόμα. Και όταν λέω σκηνή, εννοώ κάτι πολύ λιτό. Αν δεις το background μου στο θέατρο, έχει σχέση με το να μπορείς να προσαρμόζεις το θέατρο σε διάφορους χώρους με όσο πιο λίγα μέσα γίνεται. Όπως θα είναι και στο καφενείο Αστικό, κάτι σαν performance (δρώμενο). Δεν είμαι πολύ του σκηνικού, μου αρέσει το λιτό. Αλλά και για μένα, θα ήθελα κάποια στιγμή να μπορώ να είμαι πάλι ηθοποιός. Τώρα, έχω πάρει περισσότερο τη θέση του σκηνοθέτη, αλλά η θέση μου είναι από την άλλη μεριά. Θα ήθελα να έχω έναν σκηνοθέτη να με “νταντεύει”.»
    Προχωρώντας τη συζήτηση προς τις δικές της, ιδιαίτερες προτιμήσεις, σχολιάζω πως έλκεται κυρίως από τη σάτιρα και το θέμα της γυναίκα και των Κυθήρων. Και το παραδέχεται: «Η σάτιρα είναι το αγαπημένο μου… Να μιλάμε για αυτά που ζούμε εμείς εδώ, για τα στραβά που γίνονται και τα ζούμε. Ό,τι μπορεί να κάνει ο καθένας από το πόστο του και να πιάνει τόπο. Ναι, είναι σαν ένα είδος ακτιβισμού, ο κόσμος θέλει να τα ακούει. Και αυτοί που σατιρίζουμε, κάθονται εκεί και γελάνε μαζί μας. Αυτό είναι ωραίο… Η γοητεία της σάτιρας είναι ότι το βλέπεις, σε σοκάρει, γελάς, αλλά την ίδια στιγμή δεν αισθάνεσαι άνετα. Δίνει το χαστουκάκι με το γάντι. Όσο για τη γυναίκα και τα Κύθηρα, …yοu know, είμαι γυναίκα και ζω στα Κύθηρα!»
    Για το άμεσο μέλλον, την ερχόμενη δηλαδή περίοδο μαθημάτων, η Φωτεινή βασίζεται με εμπιστοσύνη στη δυναμική της ομάδας της. Ωστόσο, στην ερώτηση για το αν σκέφτεται κάποτε μια επαγγελματική εξέλιξη του τωρινού πυρήνα, σχολιάζει: «επαγγελματικό, σημαίνει πως έχουμε όλες τη δυνατότητα να αφιερώνουμε 6-10 ώρες την ημέρα για δύο μήνες, σα να είναι η μόνη μας δουλειά, σε πρόβες και προετοιμασία μιας παράστασης. Και φυσικά, το οικονομικό παίζει ρόλο. Ήδη, θα ήθελα και για τον εαυτό μου κάτι πιο σταθερό. Τώρα, η αμοιβή μου είναι συμβολική, με συμμετοχή από τις ίδιες τις κοπέλες, αλλά πάντοτε, δουλεύουμε περισσότερες ώρες. Δεν ανησυχώ όμως, γιατί αποτέλεσμα, εφόσον υπάρχουν οι καλλιτεχνικές προϋποθέσεις, γίνεται και με μηδέν. Το χρηματικό, όμως, βοηθάει..»
     Την προηγούμενη χρονιά, ο Δήμος Κυθήρων υποστήριξε μάλλον «κατά λάθος» τη συγκεκριμένη προσπάθεια, χάρη στην άνιση επιμονή μεμονωμένων προσώπων και μόνο, και τελικά απέτυχε να εκτιμήσει και να αγκαλιάσει ουσιαστικά το όλον εγχείρημα. Ετούτο το χρόνο, η Φωτεινή πήρε την πρωτοβουλία να συνεχίσει μόνη της. Ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Άποψή μου είναι πως όσες προσπάθειες στηρίζονται στον εθελοντισμό και την ψυχή, χρήζουν άμεσης υποστήριξης από τον κόσμο αλλά και τους φορείς, όχι τόσο για τα προσδοκώμενα αποτελέσματά τους, όσο για την ανάγκη να ενθαρρύνεται ό,τι διαχέεται από αληθινό πάθος και ορμή. Ως επίλογο, παραθέτω μια ερωταπόκριση, που μάλλον εκθέτει την ερωτούσα, αλλά κυρίως, την αποστομώνει απολαυστικά:
Ερώτηση: Εμένα όλο αυτό μού φαίνεται πολύ συγκινητικό. Δηλαδή, το να κατορθώσει μία κοινωνία να δημιουργήσει και να συντηρήσει το δικό της θέατρο. Το παραβάλλω προς το αρχαίο αθηναϊκό δράμα και το ρόλο που έπαιξε για εκείνη την πολύ συγκεκριμένη κοινωνία, που γέννησε τη Δημοκρατία. Το θεωρώ φαινόμενο μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής προόδου. Τι λες;
Απάντηση: μμ... (έκπληξη , απορία, αμηχανία) …είναι κάτι, που συμβαίνει κι αλλού… Δεν είναι προοδευτικό να έχει ο τόπος ένα θέατρο πλέον…



Αλοϊζιάνικα, Απρίλιος 2010




Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Αφιέρωμα στην Κυθηραϊκή Ραδιοφωνία, μέρος 3ο



[Πρόθεσή μου ήταν, να παρουσιαστούν και οι τρεις ραδιοφωνικοί σταθμοί του νησιού, συμπεριλαμβανομένου και του σχετικά καινούργιου Τσιρίγο FM. Για τους δικούς του λόγους, ο ιδιοκτήτης του δε θέλησε να συμμετάσχει, απόφαση καθ' όλα σεβαστή. Εμείς να του ευχηθούμε μια καλή πορεία, με την ευχή να ακολουθήσει το παράδειγμα των δύο παλαιότερων, που απέδειξαν στην πράξη πως "ερασιτέχνης" δε θα πει μιμητής επαγγελματισμού, αλλά πραγματικός εραστής της τέχνης.]

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Αφιέρωμα στην Κυθηραϊκή Ραδιοφωνία, μέρος 2ο


CAMELOT RADIO 100,8

(Διαδίκτυο : http://www.camelotradio.gr/)


Την εποχή που ακόμη οι πειρατικές κεραίες στα Κύθηρα, διένυαν την πρώτη τους βρεφική ηλικία, η μορφολογία του νησιού ανάγκαζε ώστε η παλαιόθεν και τρισκατάρατη διχοτόμηση του τόπου σε Μέσα και Έξω Δήμο, να επιβεβαιώνεται ακόμη και στις ραδιοφωνικές συχνότητες. Εφόσον, φυσικά, κάποιος ήθελε να ερμηνεύσει έτσι κακόβουλα τα γεγογονότα. Διότι, με μιαν άλλη οπτική, θα μπορούσε να πει πως Βοράς και Νότος κατάφεραν να έχουν ο καθένας κι από έναν Παναγιώτη. Ανήσυχο, δραστήριο και δημιουργικό: την εποχή που o Adelin του Τάκη Πολίτη ξεκινούσε να εκπέμπει από την Αγία Πελαγία, στο Λειβάδι είχε μόλις στηθεί ο νεανικός σταθμός του Παναγιώτη Γιαννιώτη (υιού Μπογιατζόσπυρου).
Στη σύντομη γραπτή μας επικοινωνία, ο Παναγιώτης παρουσιάζει «την τρέλα» του (μία λέξη που αγαπά ιδιαίτερα) και καταθέτει το σχόλιό του για το ραδιοφωνικό γίγνεσθαι των Κυθήρων:



"Ο CAMELOT RADIO 100,8 ξεκίνησε ερασιτεχνικά το 1987 και για αρκετό διάστημα έγινε το επίκεντρο της ψυχαγωγίας του νοτίου τμήματος των Κυθήρων. Τον Ιανουάριο του 2006 απέκτησε κάλυψη του 60% των Κυθήρων, και σήμερα αναπτύσσεται έχοντας καλύψει περίπου το 80% του νησιού, με στόχο τη συνολική κάλυψή του τους επόμενους μήνες. ● Από το 2009 ακούγεται και στο Internet. ● Σκοπός του σταθμού είναι αποκλειστικά η ψυχαγωγία των ακροατών και η ενημέρωσή τους πάνω σε πολιτιστικά θέματα. ● Διαφοροποιημένος από τους υπόλοιπους ραδιοφωνικούς σταθμούς ο Camelot περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του όχι μόνο mainstream ακούσματα αλλά και μουσικές από όλο το εύρος της ροκ, της ποπ και της έντεχνης μουσικής από τις αρχές της δεκαετίας του 60 μέχρι σήμερα. ● Για το σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος του σταθμού υπεύθυνος είναι ο ιδιοκτήτης του καθώς και μια σειρά από νέα παιδιά τα οποία διαμορφώνουν τις μουσικές ζώνες του με τις προσωπικές τους επιλογές."

-Γιατί ραδιόφωνο;

Γιατί ακόμα μπορεί κανείς να εκφράσει τις (μουσικές) απόψεις του, και γιατί είναι απόλυτα προσωπικό, φιλικό και άμεσο.

-Απ’ όσα γνωρίζω για εσένα, πάντοτε εμπλεκόσουν με κάποιον τρόπο με το ραδιόφωνο. Λοιπόν, ποια «προϋπηρεσία» συμπλήρωσες, μέχρι να στήσεις τον δικό σου σταθμό;

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου πάντοτε ήμουν εμπλεκόμενος με «κουμπάκια». Από το μικρό αρμόνιο που απέκτησα στο Δημοτικό μέχρι τα super CD players που χρησιμοποιώ στα clubs τα τελευταία χρόνια, η ζωή μου περιστρέφεται γύρω απ’ τη μουσική. Ήμουν ο πρώτος που έφερε στα Κύθηρα walkman και cd player και από τα πρώτα επαρχιακά ραδιόφωνα που έπαιξε μουσική από cd. Έχω παίξει μουσική σχεδόν σε όλους τους χώρους που υπάρχουν στα Κύθηρα για διασκέδαση, ξεκινώντας από την θρυλική DISCO “Gone with the wind” το 1985. Αργότερα στην Αθήνα σε διάφορα bars και σε ραδιόφωνα την εποχή των αρχών της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Η ενασχόλησή με τη μουσική τα τελευταία 25 χρόνια αποτελεί τρόπο ζωής για μένα.

-Η βασική σου επιδίωξη είναι ο ακροατής σου….

….να μην χαμηλώνει διακριτικά την ένταση του ραδιοφώνου του, (το οποίο παίζει Camelot radio), όταν τον επισκέπτεται κάποιος στο σπίτι, στην επιχείρησή, ή στο αυτοκίνητό του.

-Ποιες είναι οι όμορφες και οι άσχημες στιγμές που σου έχει χαρίσει το ραδιόφωνο ;

Οι ωραιότερες στιγμές μου στο ραδιόφωνο ήταν την δεκαετία του ενενήντα, όταν ακόμα είχα αρκετό χρόνο να αφιερώνω στο αγαπημένο μου μέσο. Οι διαγωνισμοί της στιγμής, η συμμετοχή, οι ψιθυριστές αφιερώσεις το βράδυ, (για να μην ακούσουν οι γονείς), οι βραδινές μαγικές εκπομπές τότε που το ραδιόφωνο αποτελούσε ουσιαστική παρέα για τον καθένα μας.  Άσχημες στιγμές όταν αγαπάς πολύ κάτι δεν υπάρχουν, δυσκολίες ίσως ναι …

-Πόσο αισθάνεσαι ότι απέχει ο σταθμός σου από αυτό που εσύ λογαριάζεις ως «τέλειο»;

Η λέξη τέλειο για μένα δεν υπάρχει πουθενά και σίγουρα δεν υπάρχει ούτε στο ραδιόφωνο. Όλοι μας προσπαθούμε απλά για το καλύτερο, -το οποίο και αυτό είναι σχετικό αφού διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο-. Πάντως χαίρομαι όταν μου λένε ότι αναγνωρίζουν το σταθμό μου εύκολα από τη μουσική του όταν κάνουν ραδιο-ζάπινγκ. Αυτό τουλάχιστον δείχνει ότι έχει συγκεκριμένο στυλ, άσχετα αν σε κάποιους αρέσει πολύ και σε άλλους λιγότερο.

-Ξεχωρίζεις κάποιο σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας που να τον στοχεύεις ως πρότυπο;

Οι σημερινοί, (μεγάλοι), ραδιοφωνικοί σταθμοί δυστυχώς είναι έρμαια των μεγάλων δισκογραφικών εταιριών με αποτέλεσμα το πρόγραμμά τους να διαμορφώνεται από τα playlists που τους επιβάλλουν αυτές. Φίλοι παραγωγοί, μεγάλων ραδιοφώνων των Αθηνών, πολλές φορές μου έχουν αναφέρει ότι δεν συνεργάζονται με συγκεκριμένους σταθμούς, γιατί τους επιβάλλουν τη μουσική που θα παίξουν. Με τα παραπάνω θέλω να πω, ότι σήμερα δεν υπάρχει πρότυπο ραδιοφωνικού σταθμού για μένα.

-Το σχόλιό σου πάνω στο ζήτημα της νομιμοποίησης των ραδιοφωνικών συχνοτήτων;

… είναι πολλά τα λεφτά Άρη

-Τι στοιχεία έχεις για την ακροαματικότητά σου; Ακούν οι Κυθήριοι ραδιόφωνο;

Ακούνε πολύ ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, αρκετό στις επιχειρήσεις τους και λίγο στο σπίτι.

-Τρεις ραδιοφωνικοί σταθμοί στα Κύθηρα. Πώς το βλέπεις;

Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι σταθμοί των Κυθήρων χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Ενημερωτικοί , (Adelin και Τσιρίγο), οι οποίοι κύριο σκοπό έχουν, σύμφωνα με τη νομοθεσία, να ενημερώνουν τους ακροατές τους με ειδησεογραφία, και μη ενημερωτικοί, (μουσικοί), όπως είναι ο Camelot radio, που ο σκοπός του είναι η ψυχαγωγία. Οι τρεις ραδιοφωνικοί σταθμοί των Κυθήρων εκπέμπουν από τα Κύθηρα αλλά καλύπτουν και μέρος της Λακωνίας και τα Αντικύθηρα. Ο κάθε ένας σταθμός έχει διαφορετικό πρόγραμμα και αυτό είναι πολύ καλό για τον ακροατή αφού μπορεί να επιλέξει, ανάλογα τη διάθεση της στιγμής, τον κατάλληλο.

-Σε κάποιο παλαιότερο φύλλο των Κυμάτων και στο άρθρο του Η Βιομηχανία της Κουλτούρας, ο Π. Λευθέρης γράφει: «Δύο από τους τρεις Κυθηραϊκούς ραδιοφωνικούς σταθμούς παίζουν σχεδόν αποκλειστικά τραγούδια των “play lists”. Λες και θα έχαναν αν αποβιβάζονταν από το άρμα του εμπορίου για να μας δώσουν λίγο πολιτισμό. Αλλά επιλέγουν το μηδενικό ρίσκο για “δημοφιλία”, προτιμώντας να ενταχθούν σε ένα μεγαλύτερο πανίσχυρο σύστημα. Και μας φέρνουν τα σκουπίδια στην πόρτα μας.» Πώς το εξέλαβες;

Διάβασα με μεγάλη προσοχή το άρθρο του Παναγιώτη και η άποψή μου είναι ότι δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα ραδιόφωνα των Κυθήρων λέγοντας τα παραπάνω. Σχεδόν σε όλα όσα λέει στο συγκεκριμένο άρθρο με βρίσκει σύμφωνο. Βέβαια μια πολύ μεγάλη συζήτηση θα ήταν το τι είναι ποιότητα για τον καθένα μας, γιατί αν π.χ. για τον Παναγιώτη και για μένα είναι ποιοτική μουσική αυτή που έγραψε ο Μπαχ, για το 70% τουλάχιστον του Ελληνικού λαού είναι στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορη. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «εμπορικά σκουπίδια» της αντίστοιχης εποχής για κάποιους ήταν οι Rolling stones, οι Doors, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος ακόμα και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Θέλω να πω, ότι τα πρότυπα και οι τάσεις αλλάζουν από εποχή σε εποχή και γι’ αυτό εμείς, οι λίγο μεγαλύτεροι, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στους χαρακτηρισμούς μας για την σημερινή μουσική. Όσο για το θέμα του «εμπορίου» στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που φαντάζομαι ότι υπάρχει στα μεγάλα ΜΜΕ, σε ό,τι αφορά τα τοπικά, πολύ πιο πολλά είναι τα έξοδά τους παρά τα κέρδη τους.



Φιλικά
Παναγιώτης Γιαννιώτης

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

ΚΥΘΗΡΑΪΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ, μέρος 1ο



CULT σημαίνει “ADELIN”




Περίπου ένα χρόνο πριν, παρακολουθώ με την ανάλογη αγωνία, τη συζήτηση για τη συνένωση των δημοτικών σχολείων της νήσου, που διαδραματίζεται στη συχνότητα του ADELIN. Συμμετέχουν με ζήλο εκπρόσωποι γονέων, διαδασκόντων και τοπικών φορέων ενώ παρεμβαίνουν δυναμικά οι ενδιαφερόμενοι ακροατές απ' το τηλέφωνο. Άμεσες συνδέσεις με τους προϊσταμένους της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στον Πειραιά, έκτακτα τηλεφωνήματα από τοπικούς άρχοντες και άλλα, ανεβάζουν την ένταση της συζήτησης και δυναμιτίζουν τα πάθη ανάμεσα στους διαφωνούντες. Συντονιστής της βραδιάς, ο Τάκης, ανακοινώνει το επικείμενο σύντομο διάλειμμα. Οι φωνές και οι αντιρρήσεις χάνονται στα παρασκήνια και σκάει μούρη στα αυτιά μας ένας τσαχπίνης Πασχάλης να τραγουδά το προ τριακονταετίας: «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο». Αν και γνώριζα από μικρή τον ίδιο και τον ραδιοφωνικό του σταθμό, εκείνην ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησα την αδιαπραγμάτευτη αλήθεια: για τον Τάκη, οι προτεραιότητες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: το «ψώνιο» του για το ραδιόφωνο και όλα τα υπόλοιπα μαζί. Λάτρης και υπηρέτης του γνήσιου «σκυλάδικου», πανταχού παρών στα δρώμενα του νησιού και κυρίως εντυπωσιακά ανοιχτός σε κάθε είδους συνεργασία, μας μιλά -πρώτη φορά ο ίδιος- για τον ADELIN και την προσπάθεια μιας ολόκληρης ζωής:



-Πρώτα απ' όλα, Τάκη, πόσα χρόνια διατηρείς το σταθμό;
Ο ραδιοφωνικός μου σταθμός με την επωνυμία ADELIN 107,3 FM ΚΥΘΗΡΑ, άρχισε την πρώτη του εκπομπή το χειμώνα του 1988. Τότε, εκείνη την εποχή, η εκπομπή του ADELIN ήταν μικρής τοπικής εμβέλειας και για λίγες μόνο ώρες, χωρίς την απαιτούμενη τεχνολογία και φυσικά με πολλά τεχνικά προβλήματα. Σε αυτά με βοηθούσε για την αποκατάστασή τους, ο αδερφός μου σαν τεχνικός. Κάθε αρχή και δύσκολη…. Θυμάμαι το πρώτο μου μηχάνημα ήταν αυτοσχέδιο. Όσο για την επωνυμία! Τότε η καλή μου η παρέα παιδικών φίλων πρόσθετε και αφαιρούσε γράμματα σε ένα κομμάτι χαρτί για να φτιάξει το όνομα. Τελικά επικράτησε το ADELIN. Μου άρεσε και έμεινε… Από τότε, μέρα με την ημέρα με πολλή αγάπη και μεράκι, πολλή δουλειά και μέσα από πολλές δυσκολίες, σιγά σιγά αγγίξαμε το όνειρό μας και το κάναμε πραγματικότητα. Έτσι, φτάσαμε σήμερα να είμαστε στον αέρα 24 ώρες με μουσική, ενημέρωση και προβολή. Είκοσι δύο χρόνια λοιπόν. Φανταστείτε με τι τεχνολογία αρχίσαμε και πόσο δύσκολο ήταν τότε να γίνει εκπομπή, χρησιμοποιώντας για μουσική μόνο δίσκους βινυλίου τριάντα τριών και σαράντα πέντε στροφών, όπως και μπομπίνες μαγνητοταινίας καθώς και κασέτες. Για cd, mp3, mini disk και computers ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα δε μπορούσαμε να φανταστούμε και αν θα υπήρχαν κάπου, δεν είχαμε και τα χρήματα να τα αγοράσουμε, στοίχιζαν μια ολόκληρη περιουσία.

-Με ποιο κίνητρο ξεκίνησες τότε;
Το κίνητρό μου ήταν μόνο το χόμπι. Μου άρεσε να παίζω τραγούδια στο πικ-απ και να τα ακούνε κάποιοι φίλοι μου, μέσα από το ραδιόφωνό τους, φυσικά άκουγα και εγώ άλλους ερασιτέχνες όταν βρισκόμουν κάποιες φορές στην Αθήνα. Όλο αυτό το σκηνικό με τα τραγούδια, την μουσική, τις αφιερώσεις και την άμεση επικοινωνία με το ακροατήριο με γοήτευε, είναι πραγματικά μοναδικό!!! Αυτό ήθελα να πετύχω και το έκανα.

-Πόσες ώρες την ημέρα αφιερώνεις στο ραδιόφωνο;
Οι ώρες που αφιερώνω καθημερινά στο ραδιόφωνο είναι πάρα πολλές, σχεδόν όλη τη μέρα, αλλά και νύχτα όταν τυχαίνουν τεχνικά προβλήματα. Έτυχε αρκετές φορές να πάω στην κεραία εκπομπής στις 02:00 το πρωί. Όσο και να ακούγεται απλό και εύκολο το πρόγραμμα στον ακροατή, τόσο δύσκολη είναι η παραγωγή του. Δεν είναι μόνο τα τραγούδια που παίζουν μέσα από τον σκληρό δίσκο, εκτός από τις μουσικές εκπομπές, όπως ξέρετε, έχουμε και ενημερωτικές εβδομαδιαίες εκπομπές, αλλά και συνεχή ενημέρωση πάνω στα τοπικά θέματα και όχι μόνο, με ρεπορτάζ, συνδέσεις κ.τ.λ. Επίσης, καλύπτομε και τις διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις στο αγαπημένο μας νησί, δημιουργώντας έτσι και ένα μοναδικό, πολύτιμο ηχητικό αρχείο γεγονότων. Όσο για τις ώρες ζωντανής εκπομπής που έχω βγάλει πίσω από το μικρόφωνο, εδώ ειλικρινά δεν ξέρω ούτε εγώ. Είναι αμέτρητες. Να θυμηθώ μόνο τις πλημμύρες της Πλατείας Άμμου (6-12-2000) όταν μπήκα στο στούντιο στις 9:00 το πρωί, σε μια μαραθώνια εκπομπή ενημέρωσης και βγήκα στις 12:00 τα μεσάνυχτα. Και τόσα, τόσα άλλα.

-Τι είναι αυτό που θέλεις να κερδίσει ο ακροατής σου;
Να περνάει ωραία ακούγοντας ADELIN. Αν ακούει τις μουσικές εκπομπές να διασκεδάζει και αν ακούει τις ενημερωτικές, να ενημερώνεται σωστά και υπεύθυνα χωρίς να φάω την συνηθισμένη μούτζα, και όχι να αλλάξει κανάλι. Και ξέρετε πόσο εύκολο είναι αυτό να γίνει. Με μια κίνηση το κάνεις.

-Χρησιμοποίησες ποτέ το ραδιόφωνο για να επηρεάσεις μια ομάδα ή να προωθήσεις κάποια άποψη;
Κατ’ αρχήν δεν το χρησιμοποίησα ποτέ για προσωπικά μου συμφέροντα. Σε αυτό είμαι κάθετος. Και αυτό νομίζω το έχει εκτιμήσει ο κόσμος. Εδώ ακούγονται όλες οι φωνές και οι απόψεις, δίνουμε λόγο σε όλους μα σε όλους και δεν έχουμε αρνηθεί ποτέ το μικρόφωνο σε κανέναν. Προκαλούμε δημοσίως αν υπάρχει κάποιος που μας ζήτησε ραδιοφωνικό χρόνο και βήμα και του είπαμε όχι, να μας το πει. Ο ακροατής είναι αυτός που θα βγάλει από μόνος του τα δικά του συμπεράσματα κάθε φορά..

-Πώς θα χαρακτήριζες με δυο λόγια το ύφος του σταθμού σου;
Θα το χαρακτήριζα ενημερωτικό και μαχόμενο. Έχουμε ζήσει πολύ έντονες στιγμές….

-Στα τόσα χρόνια λειτουργίας, ποια θεωρείς την πιο ευτυχισμένη στιγμή;
Στα 22 χρόνια λειτουργίας, υπάρχουν αρκετές ωραίες, αλλά και δυσάρεστες στιγμές που έχω να θυμηθώ. Σαν πιο ευτυχισμένη στιγμή θεωρώ όταν μετά από πολλά χρόνια προσπάθειας και αγωνίας έφτασε στα χέρια μου από το Ε.Σ.Ρ. το καλοκαίρι του 2007 η βεβαίωση νομίμου λειτουργίας. Βλέπετε το κράτος και η ελληνική νομοθεσία για να σου δώσει άδεια σε θέλει πρώτα κάποια χρόνια να είσαι παράνομος. Ναι. Όπως το διαβάζετε. Εάν δεν έκπεμπες τη συγκεκριμένη ημερομηνία 1η Νοεμβρίου 1999, δεν μπορείς να πάρεις άδεια. (!).

-Έχεις δεχτεί παράπονα ή και εχθρικότητα εξαιτίας του σταθμού;
Παράπονα είναι φυσικό να έχω δεχτεί από τη στιγμή που υπάρχουν στο πρόγραμμά μου εκπομπές σχολιασμού, δε μπορούν να αρέσουν σε όλους αυτά που λέμε… Φυσικά είναι κάποιοι που έχουν αντίθετες απόψεις και έτσι δυσαρεστούνται, αυτό όμως είναι και η επιτυχία της εκπομπής, τα πιο πολλά σχόλια όμως είναι θετικά. Εχθρικότητα…μάλιστα μια μήνυση για παράνομη ραδιοεκπομπή και άλλη μια καταγγελία για δεύτερη συχνότητα αναμετάδοσης στο νότιο μέρος του νησιού. Φαίνεται ότι κάποιοι θεωρούν ότι κάνουμε κακό. Ήταν την εποχή που φιμώθηκε και το ΤΤV, το άλλο μισό της ηλεκτρονικής κυθηραϊκής ενημέρωσης.

-Αποτελεί κερδοφόρα επιχείρηση το ραδιόφωνο;
Δεν αποτελεί κερδοφόρα επιχείρηση. Πιστεύω ότι αν δεν ήταν το μεράκι και το χόμπι δεν θα μπορούσε να σταθεί. Η αγορά είναι μικρή, υπάρχει ανταγωνισμός, τα έξοδα είναι πάρα πολλά και τα μηχανήματα πανάκριβα. Κοστίζουν αρκετά ευρώ και είναι υπερευαίσθητα στις αυξομειώσεις της τάσης. Έχουμε πετάξει πολλά.

-Ποια σχέση έχει δημιουργηθεί μεταξύ σου και των ακροατών σου; Έχεις φαν κλαμπ;
Η σχέση μου με τους ακροατές είναι μια στενή σχέση φιλίας, αφού να σκεφθείς, όταν δεν με ακούνε κεφάτο σε μια εκπομπή, παίρνουν τηλέφωνο για να μάθουν τι έχω. Να σου πω ότι υπάρχει ακροατήριο, φίλοι που με ακούν από το ’88 ανελλιπώς χωρίς να έχουν χάσει εκπομπή! Να σου πω ότι επικοινωνούν σε κάθε εκπομπή έτσι απλά να πουν ένα γεια, να μου δείξουν ότι βρίσκονται στη ραδιοφωνική παρέα.

-Ποιο τραγούδι θα αφιέρωνες σε όσους μας διαβάζουν τώρα;
Ακούστε «Λαϊκά Μονοπάτια» και θα καταλάβετε ότι μιλάμε για τα μεγαλύτερο Φαν κλαμπ. Κρατάμε συντροφιά σε όλες τις ηλικίες, από μικρά παιδάκια, μέχρι γιαγιάδες και παππούδες. Τους ευχαριστώ όλους για τη μεγάλη τους αγάπη όλα τα χρόνια και αυτό το κάνουν καθημερινά. Οι φίλοι από τη Λακωνία μού έχουν στείλει δεκάδες επιστολές για να με ευχαριστήσουν για αυτό που κάνω.
Αφιερωμένο στους αναγνώστες των Κυμάτων:
«Πιο κάτω απ’ τον καβομαλιά και πέρα από την Κρήτη και στο Τσιρίγο τ΄ Όμορφο γεννήθη η Αφροδίτη!» ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ.
(Παναγιώτης Πολίτης, Αγία Πελαγία, Γενάρης του ’10)



Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Οδηγίες χρήσης των "Κυμάτων"

(ή: όταν ο Μανέας συνάντησε τον Κοραή)



    Χριστούγεννα περασμένα και το εφημεριδάκι κρέμεται στις προθήκες του καφενείου διπλωμένο. Κάποιος θα μπει, θα απλώσει το χέρι και καθώς φεύγει, θα το πάρει μαζί του. Κάποιος άλλος, θα προτιμήσει να ξεφυλλίσει επί τόπου τις σελίδες του περιμένοντας τον καφέ να ετοιμαστεί. Έχει μια χάρη ακόμη το φύλλο, μια τύχη καλή, να διαβάζεται σχεδόν ολόκληρο. Γιατί ακόμη και αν ο ένας παρέλειψε κάτι, ο τόπος μας είναι μικρός και τον ενημερώνει ο διπλανός του. Μια αδιαπραγμάτευτη εκπλήρωση για τα φιλοξενούμενα κείμενα. Γιατί, πιθανότατα ο ρόλος κάθε γραμμένου είναι να διαβαστεί, κι ας απομείνει αργότερα γερμένο στα ράφια, μέχρι τον επόμενο μήνα και το επόμενο τεύχος. Κι ας έχει ακόμη την τύχη που επιφυλάσσει σε κάθε έντυπο υλικό ο αξιαγάπητος σε όλους «Μανέας» στο απίστευτο μαγαζί του. (Κάποτε μία πελάτισσα ξέχασε στον πάγκο του αφηρημένη το περιοδικό της. Επιστρέφοντας να το αναζητήσει, είχε ήδη διασκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, συνοδεύοντας διάφορες πορσελάνες και γυάλινα. Προχτές αγόρασα πέντε πιάτα και κέρδισα μπόνους μισή κυριακάτικη εφημερίδα. Μέχρι το σπίτι προστάτευε το εμπόρευμα, αργότερα τη χαζέψαμε λίγο κι ακόμη αργότερα σταχτολογήθηκε στο τζάκι, όπως συμβαίνει συχνά σε όλον τον κόσμο.)
     Κι αν ετούτα ακούγονται χαριτωμένα και παιγνιώδη, φανερώνουν από την άλλη με ειλικρίνεια το θαύμα της γραφής, που περνώντας μέσα από τους αιώνες, ουσιαστικά έδωσε τη δυνατότητα στον Λόγο να λειτουργήσει ως ένα ακόμη ζωτικό όργανο του ανθρώπου. Τα γραμμένα, λοιπόν, είναι γραφτό τους να ξεπερνιούνται και ευτυχώς. Ο άνθρωπος που γράφει δεν είναι ούτε σοφώτερος, ούτε πιο μορφωμένος. Είναι, θα έλεγα, «επεκτεταμένος» και για τούτο πιο ολοκληρωμένος. Γιατί κάθε άποψη, κάθε ιδέα και κατάκτηση του πνεύματός μας υφίσταται από τη στιγμή που αντέχει να διατυπωθεί. Επομένως, όποιος γράφει -ενίοτε και δημοσιεύει/μοιράζεται τις σκέψεις του- θεωρώ πως, ανεξαρτήτως της ποιότητας των ιδεών του, είναι άνθρωπος που έχει μπει στη διαδικασία να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του και τον κόσμο, άρα περισσότερο ενεργός και λιγότερο παραιτημένος.
     Έχω την αίσθηση πως ο πολίτης του σήμερα έχει φοβική σχέση με τη γραφή, ακόμη και τη διεκπεραιωτική της καθημερινότητας. Πόσο μάλλον με εκείνη της δημόσιας έκφρασης και έκθεσης. Κρίνοντας κυρίως από το περιβάλλον του Τσιρίγου, ετούτο μοιάζει να οφείλεται περισσότερο σε ατολμία και όχι σε έλλειψη προβληματισμών. Γιατί, χάρη στην ποιότητα της ζωής που απολαμβάνουμε στο φυσικό, πανέμορφο και ευσύνοπτο νησί μας, όλοι μπορούμε να νιώσουμε πως κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, αποτελεί και ένα βιβλίο. Και είναι όμορφο να πλουτίζεται το μυαλό μας από τις όψεις των άλλων. Το στοίχημα, λοιπόν, μίας προσπάθειας όπως ετούτης των Κυμάτων, θα ήταν να αρχίσουν να γράφουν (ως πράξη πολιτική τελικά, με την αρχαία έννοια της λέξης όπου σήμαινε τη σχέση του ατόμου με το σύνολο, την «πόλιν»), περισσότεροι από λιγότερα και όχι λιγότεροι από περισσότερα, όπως συμβαίνει συνήθως.
     Χωρίς το άγχος της καλλιέπειας ή και της πρόσληψης των λεγομένων τους. Το πρώτο βήμα ας είναι η αυτενέργεια, η απόφαση δηλαδή να εκφράσουμε και να δείξουμε όσα βλέπουμε και σταδιακά να ξεπερνάμε τα ίδια μας τα λόγια στο ατέλειωτο ταξίδι προς την κατανόηση του κόσμου. Και φέρνω στο νου μου την παπαδιά από τον «Παπατρέχα» του Κοραή, η οποία, ούσα αγράμματη, με όλη της την αγαθότητα, αντιλαμβανόταν -μάλλον εύστοχα- τη γραφή ως μία διαδικασία και όχι ως αποτέλεσμα. Βλέπουμε, λοιπόν, στο κείμενο τον φιλομαθή ιερέα, απελπισμένο να παραπονιέται για το χαμηλό επίπεδό της, που ρίχνει τις σημειώσεις του στα σκουπίδια, «καθότι μόνα τα καθαρά χαρτία σέβεται και σχίζει όσα βλέπει γραμμένα, ως άχρηστα πλέον εις γραφήν».
     Νομίζω πως σήμερα χρειαζόμαστε όχι πλέον διαφωτιστές και διανοούμενους αλλά τέτοιους αγνούς ανθρώπους, όπως την αγράμματη παπαδιά, που στις μέρες μας είχαν την τύχη να μάθουνε γράμματα. Υπάρχουν πολλοί και ευτυχώς, βρίσκονται ανάμεσά μας.

Γενάρης 010