(Χριστούγεννα 2006, με τη χορωδία. Φωτό: Κ. Μεγαλοκονόμος)
Για να νιώσει κανείς πραγματικά ποιος είναι ο Στρατής Θεοδωρακάκης, θα πρέπει να έχει την τύχη να τον απολαύσει επί το έργον σε μια από τις πολλές εμφανίσεις της Φιλαρμονικής Κυθήρων, είτε παρέλαση λέγεται αυτό, είτε πανηγύρι, είτε θρησκευτική λιτανεία. Εναλλακτικά, θα αρκούσε και μία επίσκεψη στο παραδοσιακό εμπορικό του κατάστημα στην πλατεία του Ποταμού. Ωστόσο, σε μια προσπάθεια να αποδοθεί το πορτραίτο του στο χαρτί, δεν έχουμε παρά να ακολουθήσουμε τις προσωπικές διηγήσεις του για τη ζωή.
Ο Στρατής Μεγαλώνει στα Κύθηρα τη δεκαετία του 1920, μακριά από την οικογένειά του, που έχει μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Στα οκτώ του χρόνια έχει την πρώτη του συνάντηση με το μεγάλο του πάθος, τη μουσική, όταν φτάνει στο νησί κάποιος πρόσφυγας από τη Μικρασία που παραδίδει μαθήματα μουσικής για να επιβιώσει. Κοντά του μαθαίνει, με πολλή αγάπη κι επιμονή, να παίζει μαντολίνο. Αργότερα φτάνουν ως εξόριστοι του εμφυλίου στο νησί άνθρωποι από τα Επτάνησα και τον Βόλο, οι οποίοι στήνουν μιαν «απίθανη» χορωδία. Μπροστά σε αυτό το «καινούργιο, ουράνιο πράγμα», μένει εκστατικός και κερδίζει πολλά από τη συναναστροφή με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Σύντομα δοκιμάζει μία μεγάλη δυσάρεστη έκπληξη. Ως μέλος του τοπικού ΕΛΑΣ κατά την κατοχή, έχει φωτογραφηθεί αγκαλιά με ένα όπλο. Η φωτογραφία στέλνεται από τον ίδιο στους δικούς του στη μακρινή Αυστραλία, όπου ο αδελφός του τη δημοσιεύει σε εφημερίδα της διασποράς με καμάρι για τη συμμετοχή του Στρατή στον πόλεμο! Το δημοσίευμα όμως, καταλήγει από κάποιον «καλοθελητή» στα χέρια της Αστυνομίας Κυθήρων. Του ετοιμάζεται αμέσως ο φάκελλος και όταν έρχεται η ώρα να παρουσιαστεί ως στρατιώτης, στέλνεται στη Μακρόνησο. Εκεί θα ζήσει τρία χρόνια έχοντας αναλάβει, μετά από μια σύντομη περίοδο στην αγγαρεία, την χορωδία του στρατοπέδου. Θα «σώσει» μαζί του «από το σκάψιμο, καμμιά πενηνταριά στρατιώτες ακόμα». Η χορωδία γνωρίζει μεγάλες δόξες, με αποκορύφωμα τις ζωντανές εκπομπές στο Ραδιόφωνο των Αθηνών. Εκεί, έξω από το στούντιο, ο διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας των Αθηνών θα ενθουσιαστεί από το ταλέντο του νεαρού Τσιριγώτη και θα του αφήσει τις συστάσεις του ώστε, άμα απολυθεί, να πάει να τον βρει. Ο Στράτης δεν πήγε ποτέ. Επιστρέφει στο νησί, όπου για περισσότερα από 60 χρόνια, προσφέρει από κάθε πόστο τις υπηρεσίες του για το καλό του τόπου, με την πίστη και την ελπίδα πως «ο κόσμος που ζούμε, αξίζει και μπορεί να γίνει καλύτερος».-Αντιπροσωπεύετε τη γενιά που μετά τον πόλεμο ανέλαβε με πράξεις την πρόοδο του τόπου. Πώς θα την περιγράφατε ο ίδιος τη γενιά σας;
Είμαστε η γενιά που ξεκίνησε από την Αντίσταση και μάθαμε τότε ότι πρέπει να υπερασπιστούμε την πατρίδα έστω και με θυσία δικιά μας. Χωρίς υπολογισμό. Και αυτό το αίσθημα που είχαμε, της αυτοθυσίας, μας ατσάλωσε ώστε να γίνουμε κοινωνικά ευαίσθητοι, να αγαπάμε τα πάντα, να αγαπάμε τους πάντες, ακόμα κι ας μην μας αγαπούσανε και να παλεύουμε για μια προσφορά προς την πατρίδα. Έτσι, αναπτύξαμε συλλογικές δράσεις που για βάση τους είχαν τον εθελοντισμό. Υπήρχε κάπου μία ανάγκη; Τρέχαμε όλοι μαζί. Όπως για παράδειγμα όταν κάναμε εργασίες στο μώλο. Αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
-Στα δικά σας χρόνια τα Κύθηρα γνώρισαν για πρώτη φορά τον τουρισμό. Πώς τον υποδεχτήκατε τότε και πώς βλέπετε τώρα την εξέλιξη του νησιού στον τομέα αυτόν;
Το αγαθό του τουρισμού, δεν είχε γεννηθεί τότε. Όταν ψιλοάρχιζε σιγά σιγά, είδαμε ότι αξίζει και θέλαμε να προσφέρουμε και σε αυτόν τον τομέα και να βοηθήσουμε τον τόπο. Να φανταστείς πως, όταν για παράδειγμα κάποτε, σε τουριστική περίοδο έπεσε από ένα πλοίο πετρέλαιο και η παραλία γέμισε πίσσα, κατεβήκαμε καμιά εικοσαριά άτομα στην θάλασσα και την καθαρίσαμε εθελοντικά, μόνο και μόνο για να σώσουμε τον τουρισμό. Οι τουρίστες, θυμάμαι, μας κοίταζαν έκπληκτοι.
Για μένα, που πάντοτε ήμουν και είμαι ρομαντικός και αιθεροβάμων, ο τουρισμός είναι η σωτηρία και η επιβίωση του νησιού. Μόνο που δεν πρέπει να ευτελιστεί. Δεν πρέπει να προσφύγουμε στο δόγμα «τουρισμός πάσει θυσία.» Να κρατηθεί το ψυχολογικό επίπεδο και των κατοίκων. Εκείνο που χαίρονται όσοι έρχονται, και μου τα λένε στο μαγαζί, είναι η καλοσύνη των ανθρώπων. Ο κόσμος βλέπει ότι δεν τους φέρονται σαν αντικείμενα εκμετάλλευσης. Αν κρατήσουμε αυτήν την ψυχολογία, πιστεύω θα πάμε πολύ ψηλά. Ως εδώ, έχουμε κρατηθεί, γιατί δεν αναπτυχθήκαμε γρήγορα. Κρατήσαμε ακόμα την αγνότητά μας, την παρθενιά μας, χωρίς να διαβρωθούμε. Καλωσορίζουμε τον άνθρωπο που έρχεται στο νησί μας. Και ο επισκέπτης βλέπει πως οι επιχειρηματίες δεν είναι οι άνθρωποι που έρχονται για να οικονομήσουν περιστασιακά στο νησί. Μένουν εδώ και αγαπούν μέχρι και την τελευταία πέτρα του νησιού τους.
-Εκτός από την πολυετή ενασχόλησή σας με τα κοινά, μια άλλη πτυχή της ζωής σας, ίσως η πιο σημαντική, είναι η σχέση σας με τη μουσική, που ως αποτέλεσμα είχε την ίδρυση της Φιλαρμονικής των Κυθήρων.
Στη φιλαρμονική έχω δώσει ό,τι μπορώ και θα συνεχίσω να δίνω. Η ιστορία της ξεκινάει το 1964 όταν συμπληρώνονταν τα 100 χρόνια της ένωσης της Επτανήσου και αποφασίστηκε να γίνουν εκδηλώσεις σε όλα τα νησιά. Ήρθε τότε ο Νομάρχης, και τον φιλοξένισα στο σπίτι. (Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν). Όπως είμαστε και καθόμαστε μετά το πέρας των εκδηλώσεων, του λέω: «δε θα ήταν πολύ όμορφα να έχουμε και μια Φιλαρμονική;». «Βεβαίως», μου απάντησε, «τι θέλετε;». «Να μας την επιχορηγήσετε!». Και τότε μας έδωσε από τον προϋπολογισμό του εορτασμού στα Κύθηρα, τις 10.000 δραχμές που περίσσεψαν. Πράγματι έτσι ξεκινήσαμε. Είχαμε τη σπάνια τύχη, λόγω του Νομάρχη να μας βοηθήσει ο μαέστρος της Φιλαρμονικής του Δήμου Αθηναίων. Πήραμε πέντε όργανα με εκείνα τα λεφτά. Δύο τύμπανα, μία κάσα, μία τρομπέτα και ένα ευφώνιο. Τα φέραμε κάτω. Κάποια στιγμή βγήκαν τα παιδιά στην πλατεία με τα τύμπανα και παίξανε στον Ποταμό ένα εμβατήριο. Από εκεί και πέρα, ενθουσιάστηκε ο κόσμος,. Κατά καλή μας τύχη, είχε έρθει εκείνη την εποχή από την Αυστραλία ο Ζαχαρίας ο Μένεγας, κορυφαίος σαξοφωνίστας, και αγάπησε αμέσως την Φιλαρμονική και ήρθε στην παρέα. Κάναμε χορούς και με τα έσοδα συμπληρώσαμε τα όργανά μας. Ήρθαν και οι εθελοντές που βοήθησαν και τη στήσαμε τη Φιλαρμονική. Ύστερα άρχισαν να έρχονται οι δωρεές. Όπως ο Παναγιώτου από την Αυστραλία που χαρίζει το σπίτι του στην κοινότητα και ο εκτελεστής της διαθήκης το έδωσε σε εμάς. Ιδρύεται το ίδρυμα Παναγιώτου, φτιάχνεται το Πνευματικό Κέντρο. Τώρα ο όροφος ανήκει στην Φιλαρμονική, όπως και το πάρκινγκ του Ποταμού που το παραχωρεί δωρεάν στον κόσμο για την εξυπηρέτηση του χωριού.
Ως Φιλαρμονική δεν αμοιφθήκαμε ποτέ για τις υπηρεσίες μας. Ποτέ δεν κοιτάξαμε το εγώ, αλλά το εμείς. Η μπάντα είναι κάτι δικό μας και το υπερασπιζόμαστε. Και συνεργαζόμαστε με όλους. Πάρα πολλά παιδιά έμαθαν τις πρώτες νότες στην αγκαλιά της Φιλαρμονικής και μάλιστα πολλά από αυτά έκαναν και καριέρα μουσικού. Και ακόμα, η πιο πρόσφατη προσπάθεια των τελευταίων πέντε ετών, είναι η πολυφωνική Χορωδία ενηλίκων, που κουραστήκαμε πολύ να τη φτιάξουμε. Ακόμα δε φτάσαμε εκεί που θέλουμε, αλλά θα φτάσουμε με το πείσμα και την αγάπη που έχουμε.
-Διάγοντας αισίως την ένατη δεκαετία της ζωής σας, τι είναι αυτό που σας κάνει στους δύσκολους καιρούς που περνούμε, να κατεβαίνετε σφυρίζοντας χαρούμενα κάθε πρωί προς την πλατεία;
Πάντοτε πίστευα στη δύναμη που κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι. Εάν οι άνθρωποι κρατήσουν τη δύναμή τους και έχουν απέραντη αγάπη για όλους, ακόμα και για τα λουλουδάκια, ακόμα και για τα ζωϋφια, θα μπορέσουν να δουν πως η κάθε μέρα που ξημερώνει είναι μια άλλη μέρα. Δε θα πεθάνουμε! Θα κρατηθούμε! Θα σφίξουμε τα δόντια μας. Θα φάμε ψωμί και κρεμμύδι. Δεν έχει να κάνει… Θα πάμε!
Ιούλιος 2010, για το "Ky-theros" του Σταύρου Κυριακάκη