Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ: ΣΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΑ ΒΑΖΑ



«Την Πρωτομαγιά, μας επισκέφθηκε ο Επίτροπος.[…]Παιδιά, είμαι πολύ ευχαριστημένος από την παρέλασι, από το παράστημα και το ζωηρό σας βάδισμα. Την ημέρα την σημερινή θα την αφιερώσουμε ολόκληρη στην εξοχή και στα λουλούδια. Και όχι μονάχα η Οργάνωσί μας, μα όλος ο Ελληνικός Λαός, οι άνθρωποι των πόλεων και των αγρών και οι εργάτες των εργοστασίων, μικροί και μεγάλοι, την σημερινή ημέρα την χαρίζουν στο να εορτάζουν τα λουλούδια.»
[Από το περιοδικό Η Νεολαία (Μεταξά), της 4ης Μαϊου 1940]


«Εγώ, εικοσιπέντε χρόνια υπάλληλος, δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτά τα πράγματα.»
Δήλωνε μπροστά στα μάτια μου με το αθωότερο ύφος, δημόσια υπάλληλος που εργάζεται στο νησί μας, όπου «αυτά τα πράγματα» σημαίνουν τα εργασιακά της δικαιώματα. Και ήταν τόσο αθώο το ύφος της, που απαγόρευε και να θυμώσεις μαζί της. Και όμως. Σε μεγάλο βαθμό, ετούτη η εγκεκριμένη και αποδεκτή από την πλειονότητα στάση, ευθύνεται για την κατάφωρη τωρινή καταπάτηση –ανεξέλεγκτα πλέον- κάθε κερδισμένου εργασιακού δικαιώματος, κερδισμένου με αγώνα και κάποτε ακόμη και με αίμα.
   Γνωρίζετε, άραγε, το καθεστώς των Συμβάσεων Έργου με το οποίο στελεχώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία ο Δήμος Κυθήρων (και όλοι οι Δήμοι); Πρόκειται για μία σύμβαση μεταξύ του φορέα και του εκάστοτε εργαζόμενου, όπου ο δεύτερος, αν και καλείται στην ουσία να εργαστεί ως κανονικός υπάλληλος (εξαρτημένη εργασία), στα χαρτιά παριστάνει τον ελεύθερο επιχειρηματία και αναγκάζεται να κόβει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, πράγμα που επιτρέπει τον απόλυτο αποκλεισμό του από όλες τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που έχουν συνταχθεί για την προστασία του. Με άλλα λόγια, δε δικαιούται ασφάλιση στο ΙΚΑ, άδειες, διάφορα επιδόματα ή διευκολύνσεις (όπως τις σχετικές με τη μητρότητα/πατρότητα), αποζημίωση κ.λ.π.. Προσθέστε σε αυτές και τα απαράδεκτα προγράμματα Stage, όπου το ίδιο το Ελληνικό Κράτος απασχολούσε χωρίς ασφάλιση (!!!), εργαζομένους έναντι ενός ευτελιστικού ποσού ως μισθό.
   Ευτυχώς, ή αναγκαστικά, η παρούσα κυβέρνηση ετούτα τα κατάργησε, καθώς είχε ήδη αποφανθεί αρνητικά το Συμβούλιο της Επικρατείας για τη νομιμότητά τους. Ωστόσο, μια ουσιαστική διάσταση του θέματος που ζητά την προσοχή μας, είναι το σε ποιο ποσοστό τελικά, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι φέρουν μέρος της ευθύνης για όλα ετούτα τα αδιάντροπα πράγματα. Διότι, το ευκολότερο για τον καθένα είναι φυσικά να επικαλείται τις αυταπόδεικτες δικαιολογίες των προσωπικών του αναγκών. Ποιος μπορεί να αρνηθεί το δίκαιο στον πολίτη που χρειάζεται τη δουλειά για να ξεπληρώσει τα χρέη του, ή για να σπουδάσει τα παιδιά του, ή ακόμα και για να κάνει τις διακοπές των ονείρων του, ή να αγοράσει το αυτοκίνητο που έχει βάλει στο μάτι. Γιατί, εφόσον αρχίσει ο χορός των δικαιολογιών, είναι τέτοιος που από ένα σημείο και ύστερα, συγχέεται το ουσιώδες με το επουσιώδες και οι επιθυμίες του καθενός αξίζουν εξίσου το σεβασμό μας.
   Η παγίδα λοιπόν κρύβεται ακριβώς εκεί όπου το ατομικό ξεγελιέται και θεωρεί πως δεν εξαρτάται από το συλλογικό. Απλούστατα, εάν όλοι μας τοποθετήσουμε το ιδιωτικό μας συμφέρον πάνω από το κοινό, τελικά πλήττεται το ίδιο ακριβώς το δικό μας συμφέρον. Τα εργατικά δικαιώματα λοιπόν, δεν κατακτήθηκαν τυχαία, επειδή κάποτε κάποιοι χρειάζονταν συγκεκριμένες συνθήκες στη δουλίτσα τους και επιδίωξαν να τις διαμορφώσουν, αλλά αποτέλεσαν διαχρονικό και ομαδικό κέρδος για τον βιοπαλαιστή κάθε κοινωνίας και εποχής. Δυστυχώς, οι γενιές της μεταπολίτευσης, βιάστηκαν να θεωρήσουν όλα τα δικαιώματα, τα αναγνωρισμένα με τόσους σκληρούς αγώνες, ως δεδομένα. Αλίμονο, η ανθρώπινη ιστορία δείχνει ότι για κάθε πολύχρονη και κοπιώδη κατάκτηση προς το καλύτερο, αρκεί ένα πολύ μικρό ολίσθημα για να γυρίσουν όλα στην προηγούμενή τους θέση. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν ήταν δεδομένα αλλά ποτέ δε σίγασε ο πόλεμος μεταξύ του δίκαιου και του άδικου. Αντιθέτως, με τη νοοτροπία του βολέματος και της περιφρόνησης του αγώνα, ο πόλεμος εξελισσόταν για χρόνια σιωπηρά σε βάρος του εργαζόμενου. Ενός εργαζόμενου, που πάντοτε βρίσκεται στην πιο ευάλωτη θέση, πλασάροντας τον εαυτό του ως εμπόρευμα μέσα σε καθεστώς σκληρού ανταγωνισμού, όπου, σε οποιαδήποτε στιγμή, η αντικατάστασή του από άλλο εμπόρευμα είναι απειλή ζωντανή και τρομακτική.
   Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μία αλήθεια δυσάρεστη, αδυσώπητη και αναπόφευκτη, την οποία όμως οφείλουμε να την αποδεχτούμε, προκειμένου να καταφέρουμε να παλέψουμε μία μέγιστη μάχη, όντας φαινομενικά άοπλοι. Μέχρι, η δύναμη της θέλησης και της σκέψης μας να χωρέσει το παράδοξο της διαπίστωσης, πως το μοναδικό ισχυρό όπλο ενάντια στην καταπάτηση των εργασιακών μας δικαιωμάτων, είναι η ανεργία μας. Μάλιστα. Πως δηλαδή, εάν κύριε δε με προσλάβεις με τους σωστούς όρους, δε δέχομαι να δουλέψω για σένα, διότι εσύ χρειάζεσαι εξίσου την εργασία μου, όσο κι εγώ το μισθό σου. Θα μου πείτε, έτσι κινδυνεύω να απομείνω χωρίς δουλειά και θα είναι σκούρα τα πράγματα. Δε μπορώ να το αρνηθώ. Όταν βιώνουμε έναν μακροχρόνιο και σιωπηρό πόλεμο, τα πράγματα είναι ρεαλιστικότατα σκούρα. Σε ανάλογη θέση θα βρέθηκαν κι εκείνοι που θυσίασαν στο εργατικό κίνημα, όχι μονάχα την εργασία τους αλλά και την ίδια τους τη ζωή.
   Αλλά καλύτερα να κοιτάζουμε τα πιο αισιόδοξα σενάρια. Πείτε πως είστε μια δροσερή νεανίς στα εικοσικάτι σας χρόνια. Καταφέρνετε (δε ρωτάω το πώς) να διοριστείτε σε δημόσια υπηρεσία του χωριού σας. Χαμογελάτε σαν το λουλούδι στο βάζο για εικοσιπέντε ακόμη χρονάκια. Μέχρι που μια μέρα μαραίνεστε, -εκεί, λίγο πριν απ’ τη σύνταξη- κι ενώ ποτέ σας δε μπλέξατε με συνδικαλισμούς και «αυτά τα πράγματα», σας πετάνε έξω απ’ το βάζο, γιατί μαραθήκατε, κυρία μου, και βρωμίσατε το νερό.