Οι συνομήλικοί μου κι εγώ, γνωρίσαμε τον Γιώργο Τριάρχη, ως μαθητές της πρώτης γυμνασίου το έτος 1991-2, όταν εμφανίστηκε στο σχολείο μας μια εκκεντρική προσωπικότητα, ως ο φιλόλογος που έμελλε να μας διδάξει την αρχαία ιστορία.
Επέλεξα να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό «εκκεντρικός», όχι αβασάνιστα και με πλήρη επίγνωση όσων πιθανών παρανοήσεων μπορεί να προκαλέσει. Γιατί επιμένω, πως σε αυτήν την τόσο χαρακτηριστική εκκεντρικότητα του Γιώργου Τριάρχη, συμπυκνώνονται όλες οι αρετές εκείνου του δασκάλου.
Η εμφάνισή του ήταν χαρακτηριστική. Ψηλόλιγνος, με λίγο αραιωμένα μαλλιά, μελαχρινός, με εκφραστικά μάτια που καλύπτονταν από μεγάλα γυαλιά. Συντηρητικό ντύσιμο, κόντρα στη μόδα και τον καταναλωτισμό. Κινήσεις ανήσυχες, διαρκείς και πολύ πολύ εκφραστικές. Ετούτα, ως εξωτερικά στοιχεία, εύκολα αναγνωρίσιμα και προσδιορισμένα.
Όμως, ακόμη και ο ψυχισμός του, τα εσωτερικά του χαρακτηριστικά, δεν ήταν καθόλου κρυμμένα. Εξωστρεφής και εκφραστικός, από τις πρώτες του ήδη εμφανίσεις στο χώρο του σχολείου, ο Τριάρχης ήταν αδύνατο να κρύψει τον ευαίσθητο χαρακτήρα του. Σφάλμα, ίσως γενετικό λάθος, για κάποιον που θέλει να αντέξει ως καθηγητής στην ελληνική μέση εκπαίδευση. Οι μαθητές και πόσο μάλλον οι 12χρονοι συμμαθητές μου, δε συγχωρούν την ευαισθησία. Τουλάχιστον όχι εύκολα. Από την στιγμή που ξεκίνησε η αλληλεπίδρασή μας στο διδακτικό πεδίο, όσο περισσότερο τον γνωρίζαμε, βλέπαμε έναν καθηγητή με πολύ συγκεκριμένα πιστεύω, πολύ σοβαρές ηθικές και αισθητικές αξίες, στοιχεία μιας καλλιεργημένης προσωπικότητας που ανάβλυζαν ελεύθερα, ακόμη και σε μια απλή καλημέρα του. Αυτό δεν μπορούσε παρά να φαίνεται παράξενο στα μάτια μας και γι’ αυτό συνδέθηκε νωρίς με όλους τους χαρακτηρισμούς που βολεύουν τους αμύητους: ήταν το φιλολογικό ψώνιο, ο ονειροπαρμένος, ο πυροβολημένος σε πιο μαθητική διάλεκτο, και άλλα πολλά. Αν και στην τάξη μου δίδασκε ιστορία, συχνά φανέρωνε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία και στη μνήμη μου, γενικά, καταγράφτηκε ως το κατεξοχήν παράδειγμα συνειδητού και ολοκληρωμένου φιλολόγου.
Και την αρχαία ιστορία, την αγαπούσε κι αυτήν πολύ. Ο ενθουσιασμός του για εκείνο που σκόπευε να διδάξει, δυσεύρετη παιδαγωγική αρετή, παραμένει ο πιο βαθιά χαραγμένος στη μνήμη μου από όλους τους έως τώρα δασκάλους μου. Ενδεικτικά αναφέρω από τον τρόπο διδασκαλίας του, πως είχε ζητήσει να χρησιμοποιούμε 3 χρώματα στυλό και 2 ειδών υπογραμμίσεις. Κόκκινο και διπλή υπογράμμιση στα πολύ σημαντικά μέρη του κειμένου, μπλέ κυματιστό για τα σκέτο σημαντικά και πράσινη απλή υπογράμμιση για τα λιγότερο σημαντικά. Πρωτοβουλία που δεν έβρισκε το ίδιο πρόθυμους εμάς, τους μαθητές. Όλο το βιβλίο μπογιατισμένο. Δεν υπήρχε περίοδος ή γεγονός της αρχαιότητας που να μην τον ενθουσίαζε. Εντούτοις, είχε μια ξεχωριστή εμμονή, ένα θέμα που τον συνέπαιρνε περισσότερο και έβαλε πείσμα να μας το μεταδώσει. Πρόκειται για τον πολιτισμό της κλασικής Αθήνας. Αφιέρωσε ούτε λίγο ούτε πολύ, δέκα μαθήματα για τον παρθενώνα. Οι κινήσεις του καθώς επαναλάμβανε τη φράση «ο Παρθενώνας, δεν έχει βάρος, δεν έχει γωνίες, είναι όλοστρόγγυλος, είναι αέρινος» -και στο αέρινος σήκωνε τα λιγνά του χέρια στον ουρανό - έδωσαν για καιρό τροφή στα πειραχτήρια να επαναλαμβάνουν τη χορογραφία στα διαλείμματα.
Ήταν εύκολο θύμα της εφηβικής ιδιοτροπίας. Κάποτε έριξαν οι μαθητές στην αίθουσα αμπούλες δακρυγόνου, αναγκάζοντάς τον να διακόψει το μάθημα. Άλλοτε εκεί που στήριζε τον αγκώνα του φαγουρόσκονη, υποβάλλοντάς σε άδικα και ατιμωτικά μαρτύρια. Εκείνος θύμωνε, αλλά όχι άσχημα. Αργότερα, μόνο όταν μεγάλωνα, ένοιωσα τι σήμαινε το βλέμμα του. Λυπόταν και το χειρότερο, αποθαρρυνόταν. Ήταν μια προσωπικότητα που της ξεχείλιζε το πάθος, καθόλου έτοιμη, ίσως, να αναμετρηθεί με την απάθεια των μικρών εγωπαθών εφήβων. Επέλεξε να εκτίθεται, να εκφράζει τις συναισθηματικές του πλημμύρες, με όποιο κόστος στην αυτοεικόνα του ως θηριοδαμαστή της πρώτης γυμνασίου. Δεν αγρίευε μαζί μας. Παράλληλα οι μαθητές ανέπτυξαν ένα περίεργο είδος σχέσης μαζί του. Οι χλευασμοί δεν είχαν στόχο αυτόν τον περίεργο άνθρωπο, τον ιδεαλιστή, τον ποιητή και ελληνολάτρη. Δεν τον αντιμετώπιζαν ως κάποιον γραφικό και άβουλο υπαλληλίσκο του υπουργείου παιδείας. Απλά, δεν ανεχόταν η 13 χρονη φύση μας να ομολογήσουμε συγκίνηση. Δοκιμάζαμε έτσι τα πιστεύω του και την αισθητική του.
Γιατί ήταν ο μόνος στα 6 χρόνια που φοιτήσαμε στα σχολεία της Χώρας, που πήρε την πρωτοβουλία να μας πάει στο αρχαιολογικό μουσείο. Κοροιδέψαμε τότε μια ψόφια μύγα μέσα από τη βιτρίνα, πως ήταν τάχα και τούτη μινωική; Είμασταν οι ίδιοι μαθητές όμως που επιστρέφοντας με τα πόδια στο σχολείο πιάσαμε τη συζήτηση μαζί του για ποια αρχαία έχουμε υπόψη μας, διάσπαρτα στο νησί. Κι ας είπαμε έπειτα στα υπόλοιπα παιδιά ότι τάχα «μας κουβάλησε να δούμε κάτι στάμνες και ευτυχώς χάσαμε μάθημα».
Επανέρχομαι λίγο στην ιστορία. Με 10 μαθήματα αφιερωμένα στην ακρόπολη, φυσικά δεν έβγαινε η ύλη. Μας έβαλε λοιπόν πεισματικά να του υποσχεθούμε ότι το καλοκαίρι θα διαβάζαμε μόνοι μας το κεφάλαιο του μεγαλέξαντρου, τον οποίο επίσης λάτρευε. Τι γλυκό ανέκδοτο, αλήθεια. Θαυμάζω εκ των υστέρων το θάρρος του να αγνοήσει το αναλυτικό πρόγραμμα του υπουργείου και να εκτοπίσει ολόκληρο μεγαλέξαντρο, μόνο και μόνο για να πειστούμε πως ο παρθενώνας πετάει! Και τότε μου είχε φανεί παράξενο. Και τώρα, ακόμα πιο θαυμαστό ότι ένα μήνα αργότερα ανέβαινα πρώτη μου φορά στον παρθενώνα και αποσβολωμένη χάζευα τα μάρμαρα που υψώνονταν πάνω από τη γη.
Ο Τριάρχης δίδαξε στο γυμνάσιο Κυθήρων μόνο εκείνη τη χρονιά. Το καλοκαίρι τον χάσαμε. Επέστρεψε τον επόμενο χρόνο, περαστικός, ένα πρωινό για να μας χαιρετήσει. Είχε φέρει μαζί του από ένα βιβλίο για τον κάθε μαθητή του, με χειρόγραφη αφιέρωση στην πρώτη σελίδα. Για μένα, το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ: «Στην μαθήτριά μου Κατερίνα για να πιστέψει ότι ο κόσμος μας μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος». Και δεν τον ξαναείδα, όσο κιαν το θέλησα, ιδιαίτερα από όταν έγινα και η ίδια φιλόλογος. Ήθελα να τον δω, επίμονα μάλιστα. Ένοιωθα την ανάγκη να του εξηγήσω –αν και μάλλον καταλάβαινε πριν από μας- να του απολογηθώ για εκείνο το θλιμμένο βλέμμα της απογοήτευσης που τόσες φορές του προκαλέσαμε. Να του πω ότι τον θυμόμαστε όλοι με αγάπη γιατί μας έμαθε το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και επειδή όταν ήταν λιακάδα μας έβγαζε να κάνουμε μάθημα στην αυλή. Και για τόσα άλλα μικρά και μεγάλα πράματα που θα μας συνοδεύουν πάντα. Παρόλο που φοβάμαι πως λόγω του σύντομου της παραμονής του εδώ, αλλά και επειδή δεν ήμαστε ηλικιακά έτοιμοι δεν συνειδητοποιήσαμε έγκαιρα το μέγεθος του ψυχικού του μεγαλείου. Χάρηκα πολύ αργότερα, όταν έμαθα ότι αυτό που δεν του επιστρέψαμε εμείς, τα ελληνάκια του ’90, το έλαβε πλουσιοπάροχα από τους μαθητές του στην Τασκένδη. Την ίδια στιγμή, στο άκουσμα του τραγικού του θανάτου, πίστεψα και μακάρισα την τύχη μου γι αυτό, ότι γνώρισα και αγάπησα τον εκπρόσωπο ενός είδους υπό εξαφάνιση. Γνώρισα και αγάπησα έναν δάσκαλο και ήρωα μαζί. Ευχαριστούμε δάσκαλε και συγχώρα μας.
(Από τη βραδιά μνήμης που οργάνωσε η Φιλαρμονική Ποταμού τον Δεκέμβριο του 2008)